Τρίτη 16 Ιουλίου 2013

…προκεχωρημένα ελληνικά

Συγκρότημα σύγχρονης μουσικής –ας το αποκαλέσω έτσι– το dissonArt ensemble σχηματίστηκε στη Θεσσαλονίκη το 2005 και σήμερα αποτελείται από τους Γιάννη Ανισέγκο φλάουτο, Αλέξανδρο Σταυρίδη κλαρινέτο, Θοδωρή Πατσαλίδη βιολί, Δημήτρη Πολυζωίδη βιόλα, Βασίλη Σαΐτη τσέλο, Λενιώ Λιάτσου πιάνο, Γιάννη Χατζή κοντραμπάσο και Μαργαρίτα Κουρτπαρασίδου κρουστά. Το “Live in Köln” [Dissonance Records, 2012] πρέπει να είναι το πρώτο του CD κι εκείνο που θα καταγράψει με απροκάλυπτη σαφήνεια τις προθέσεις και τα ενδιαφέροντα του εν λόγω γκρουπ – που δεν είναι άλλα από την ερμηνεία (κυρίως) έργων συγχρόνων ελλήνων συνθετών (του περασμένου και του τωρινού αιώνα). Έτσι, έργα των Ιάννη Ξενάκη, Παναγιώτη Κόκορα, Γιώργου Απέργη, Βάσου Νικολάου, αλλά κι ένα του Αυστριακού Beat Furrer συμπληρώνουν ένα ωριαίο άλμπουμ, το οποίον ηχογραφήθηκε ζωντανά για το γερμανικό ραδιόφωνο (σταθμός WDR 3, εκπομπή Ensembl[:E]uropa) στην Κολωνία, τον Οκτώβριο του 2008.
Το “Plekto” (1993) είναι ένα από τα ώριμα έργα του Ξενάκη και κατά βάσιν αφορά σε μία σύνθεση σύγχρονης μουσικής δωματίου, μέσα στην οποίαν οι αντιστίξεις των ηχητικών γραμμών (εγχόρδων, πνευστών και πιάνου) παραλληλίζονται στη διαδρομή μ’ εκείνη των κρουστών, δημιουργώντας ένα είδος… wall of sound. To “Braided fractures” του Κόκορα, γραμμένο για φλάουτο, κλαρινέτο, πιάνο, βιολί, βιόλα και τσέλο είναι ένα έργο το οποίον αναπτύσσεται στη βάση της επικοινωνίας διαφορετικών ηχητικών όγκων, οι οποίοι συντελούν στη διαμόρφωση ενός «αγχωτικού» περιβάλλοντος. Θα μπορούσε να είναι ένα «βιομηχανικό» ηλεκτρακουστικό κομμάτι, με έντονη improv διαχείριση, αν ο Κόκορας δεν «επέμενε» στο (πλήρες σε κάθε περίπτωση) ακουστικό πλάνο του. Το “La nuit en tête” (2000) του Γιώργου Απέργη για βιολί, βιολοντσέλο, φλάουτο, κλαρινέτο, πιάνο, κρουστά και φωνή (σοπράνο) είναι κατ’ ουσίαν η καταγραφή μιας επικοινωνίας ανάμεσα στη φωνή και σε διάφορα ηχητικά συμπλέγματα. Το αρμονικό περίγραμμα οδηγεί, θα έλεγα, σε μιαν εκστατική εμπειρία. Στο “Nodes” του Βάσου Νικολάου (έργο που πρωτοπαρουσίασε, μάλλον, το dissonArt ensemble) οι ηχητικές αυξομειώσεις και η συνομιλίες του πιάνου με τα έγχορδα θα μπορούσε να αφορούν σε μια σύγχρονη σύνδεση της jazz με τη μουσική δωματίου· και τούτο λίγο πριν το όγδοο λεπτό της 14λεπτης σύνθεσης, που εξελίσσεται κινηματογραφικώ τω τρόπω. Το έσχατο “Aria” του Beat Furrer είναι ένα έργο που κινείται στα όρια του… ακουστικού trip-hop. Μέσα από μία συγκοπτόμενη και διαρκώς υπό αναζήτηση ακολουθία, ο αυστριακός συνθέτης «παίζει» με το ανολοκλήρωτο και το «εν τω γεννάσθαι», επικαλούμενος φωνητικές και οργανικές «εκπλήξεις». Περιττό να πω πως οι ερμηνείες-αποδόσεις του dissonArt ensemble τιμούν (και τιμώνται από) τα έργα με το παραπάνω.
Επαφή: www.dissonance.gr
Amour στη γαλλική σημαίνει «αγάπη», «έρως» και στην αγγλική «ερωτοδουλειά», armour στην αγγλική σημαίνει «οπλισμός», «πανοπλία». A(r)mour, με το πρώτο “r” μέσα σε παρένθεση… δεν σημαίνει τίποτα· είναι ένα λογοπαίγνιο προφανώς του Στυλιανού Τζιρίτα, ο οποίος, μ’ αυτόν τον τρόπο, κάτι θέλει να πει, κάτι να δηλώσει. Δυστυχώς, δεν διαφωτίζει ούτε το ακαταλαβίστικο «βελτσικό» κείμενο, που είναι τυπωμένο στο… ξεδιπλωμένο cover (ο έρως ως κινητήρια δύναμη της ζωής… αυτό είναι το ζουμί). Περνώντας στα της μουσικής θα έλεγα πως το τριών ιντσών (120 κόπιες) CD-R “A(r)mour” [moremars, 2013] του Στυλιανού Τζιρίτα (η συνολική διάρκειά του αγγίζει τα 20 λεπτά) παρουσιάζει ενδιαφέρον. Οι συνθέσεις, που είναι… συνθέσεις υποτυπωδών (συνήθως) οργανικών μονολόγων και σπανίως διαλόγων, φωνών και ηλεκτροπαρασίτων –και που εκκινούν από την ησυχία και την ambiance για να φθάσουν έως τον παροξυσμό και τον θόρυβο–, υποτίθεται ότι οριοθετούν ένα είδος ερωτικού περιβάλλοντος. Λέω «υποτίθεται» γιατί δύσκολα μπορείς να ανακαλέσεις κάτι προφανές, όσο και αν κάποιοι τίτλοι κομματιών όπως «Μπαλτίς» (δηλαδή Balthus, από το όνομα του φημισμένου γαλλοπολωνού ζωγράφου της παιδικής-εφηβικής σεξουαλικότητας) και «Σημείο αποχωρισμού ζεύγους στο Στάλινγκραντ» (το τέλος ενός έρωτα μέσα σ’ ένα σκηνικό πολέμου) μπορεί να σε… τοποθετήσουν κάπου. Το τελευταίο κομμάτι που έχει τίτλο «Σπίτι» είναι και το πιο ενδιαφέρον (δηλαδή είναι πολύ καλό). Ίσως γιατί ως κείμενο-αφήγηση έχει κάτι το απολύτως ρεαλιστικό, αλλά και γιατί από πλευράς μουσικής ροκάρει άνευ συστολής.
Επαφή: www.moremars.org

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου