Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011

jazz στην κοιτίδα

Δεν είναι εύκολο να παρακολουθήσεις, δισκογραφικώς εννοώ, το τι συμβαίνει με την jazz στην Αμερική. Το υλικό είναι τεράστιο, οι κατευθύνσεις άπασες οι δυνατές (από dixie, έως avant και ό,τι μπορεί να υπάρχει ενδιαμέσως), οι καλλιτέχνες νέοι και παλαιότεροι βρίσκονται σε δημιουργική έξαρση. Όλα, δηλαδή, πηγαίνουν πρίμα; Σ’ ένα πρώτο επίπεδο σίγουρα…
RICH HALLEY QUARTET: Requiem for a Pit Viper (Pine Eagle)
Δεν είναι τυχαία περίπτωση ο τενορίστας Rich Halley, αμερικανός μουσικός που ζει και εργάζεται στο Portland του Oregon. Leader, ή απλώς μέλος διαφόρων συνασπισμών (Rich Halley Trio και Quartet, Lizard Brothers Sextet, Multnomah Rhythm Ensemble κ.λπ.), o Halley έχει σπουδάσει Βιολογία – όπως διαβάζω στο βιογραφικό του – γεγονός που, εν μέρει, μπορεί να αιτιολογεί και τον τίτλο τού πλέον πρόσφατου CD του. Το «Ρέκβιεμ για τον Κροταλία» (εξ όσων υποθέτω ο… όφις έχει αρχίσει να εκλείπει), είναι ένα απολύτως ερασιτεχνικό jazz άλμπουμ· ερασιτεχνικό, όχι εξ αιτίας κάποιου ελλείμματος σε επαγγελματική ευσυνειδησία (αν υπήρχε ποτέ περίπτωση, για μουσικούς που βιώνουν, χρόνια τώρα, το πάλκο και το στούντιο), αλλά ως ένα αποτέλεσμα αμέριστου πάθους και αγάπης εν σχέσει μ’ εκείνο που βγαίνει. Κοιτώντας το all-paper cover (κάτι όχι σύνηθες για τον… μέσο plastic υπερ-ατλαντιστή), τα ωραία, έντονα χρώματα και τη γενικότερη σχεδίαση, αμέσως αντιλαμβάνεσαι το μεράκι των ανθρώπων της Pine Eagle Records (δηλαδή του ιδίου του Halley), ένα μεράκι που δεν εξαντλείται, φυσικά, επί των επιφανειακών, αλλά προχωρά, συν τω χρόνω, και επί των ακουστικών.
Δυνατό το κουαρτέτο και όχι… καθημερινό, και βεβαίως υψηλής ενεργειακής στάθμης η μουσική του. Εντύπωση, δηλαδή, προξενούν ο τρόπος που παίζει ο Rich Halley, με τα βαθιά φυσήματα και των σπηλαιώδη ήχο, η ολίγον στον… κόσμο της κρουστή ομοβροντία τού υιού Carson Halley (ένας συνδυασμός rock και spiritual jazz drumming α λα Ed Blackwell), το συχνά περπατητό μπάσο τού Clyde Reed, που κάνει καλή δουλειά και φυσικά το τρομπόνι τού Michael Vlatkovich (χειρίζεται ακόμη κρουστά, ενώ παράγει και ήχους από παιγνίδια), που είτε στο σολιστικό, είτε στο συνοδευτικό του ρόλο συμβαδίζει, προκαλεί ή αντιπαραβάλλεται, δημιουργικώς, με το τενόρο. Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι μια σειρά εξαιρετικών συνθέσεων (δέκα στον αριθμό, όλες του Rich Halley), όπως η “Circumambulation”, η 10λεπτη “Snippet stop warp”, η “Subterranean strut” ή το λαμέντο “Maj”, που προκαλούν μέσα από την εναλλαγή grooves και moods και τη γήινη πάκτωσή τους.
Επαφή: pineeagle@richhalley.com
THE BRIAN LANDRUS QUARTET: Traverse (BlueLand)
Μετά το εντυπωσιακό ντεμπούτο του υπό τον τίτλο “Forward” [Cadence Jazz/ BlueLand, 2009], για το οποίο είχα γράψει τα καλύτερα λόγια εδώ http://is.gd/nHcndT, ο 33χρονος αμερικανός βαρύτονος σαξοφωνίστας και μπασο-κλαρινετίστας Brian Landrus επιστρέφει μ’ ένα άλμπουμ, το “Traverse”, διαφορετικό γενικώς από το προηγούμενό του. Εκεί, υπήρχε ένα οκτέτο, που έδινε την ευκαιρία στον Landrus και τους μουσικούς του να κάνουν την υπέρβαση (περιδιαβαίνοντας jazz και avant-jazz μ’ έναν… διαστημικό τρόπο), εδώ υπάρχει ένα κουαρτέτο (αλλά τι κουαρτέτο!), η δύναμη του οποίου εντοπίζεται στη συνθετική και παικτική συμπύκνωση. Δίπλα στον Landrus λοιπόν, δύο μέλη, ή εν πάση περιπτώσει δύο στενά συνεργαζόμενοι με την M-Base κολεκτίβα, ο κοντραμπασίστας Lonnie Plaxico και ο πιανίστας Michael Cain, και βεβαίως ο ντράμερ Billy Hart, το ιερό τέρας των μπαγκετών, με τις μυθικές συνεργασίες (Miles Davis, Stan Getz, Herbie Hancock, Eddie Henderson, Lee Konitz, Pharoah Sanders, McCoy Tyner και… και… και…) και την πάντα εν εγρηγόρσει παικτική ματιά. Το αποτέλεσμα είναι ένα άψογο jazz άλμπουμ, του παλιού καιρού, γεμάτο από συνθέσεις του Landrus (υπάρχει ένα μόλις cover, εκείνο στο κλασικό “Body and soul” του Johnny Green), το οποίο δίνει τη δυνατότητα στον ίδιον να αποδείξει τις ικανότητές του στο (μελωδικό) βαρύτονο σαξόφωνο, αλλά και το ταλέντο του στη σύνθεση (το 10λεπτο Creeper κάνει τη διαφορά) και στους υπολοίπους την άνεση να συνοδεύσουν με την επάρκεια του επαγγελματία και τη ζωτικότητα του δημιουργού.
Υπάρχει στη διάθεσή μου και το “Capsule” [BlueLand, 2010] των The Landrus Kaleidoscope, αλλά δεν το έχω ακούσει ακόμη.
Επαφή: www.bluelandrecords.com
RICHARD NELSON LARGE ENSEMBLE: Pursuit (Heliotrope)
Καθηγητής μουσικής (αναπληρωτής) στο University of Maine, στην Augusta της Georgia, και με δραστηριότητα που εκτείνεται σε όλη την Ανατολική Ακτή, ο κιθαρίστας, συνθέτης και band leader Richard Nelson, μοιράζεται στο “Pursuit” (έστω και ετεροβαρώς) ανάμεσα στο 14μελές Large Ensemble (5 tracks) και το Κουιντέτο του (2 tracks). Το αποτέλεσμα, σε κάθε περίπτωση, είναι μία jazz με σαφείς αναφορές στο λεγόμενο post-bop, τον ελεύθερο αυτοσχεδιασμό και τη σύγχρονη μουσική. Στο εισαγωγικό Portal οι neo-classical αναφορές είναι σαφείς, τονιζόμενες έτι περισσότερο από το αρχικό σόλο του Don Stratton (τρομπέτα), παρότι η σύνθεση κλείνει μέσα σ’ ένα jazz σολιστικό κρεσέντο, τη συνεργεία άλτο σαξοφώνου (Pamela Jenkins) και τρομπέτας. Στο “Innocence” τα ηχητικά βάρη, δεν… απομειώνουν τη χάρη (απεναντίας!), σε μια σύνθεση όχι πολύ μακριά από τη γραμμή αναλόγων της Maria Schneider. Στο “Search” πάνω σ’ ένα μπάσο οστινάτο (Cassidy Holden), ο σοπρανίστας Tim O’Dell εναποθέτει… διεξοδικά soli, ενώ στο “Azure”, μία καθαρή blues σύνθεση, οι αναφορές στις κλασικές ορχήστρες είναι σαφείς, όπως σαφές είναι και το noir περιτύλιγμα του κομματιού· κι όλα αυτά λίγο πριν η σκυτάλη παραδοθεί στο “Strive”, με τη δωματίου εισαγωγή (βιόλα, τσέλο, φλάουτο) και την εν συνεχεία hard-driving ενορχηστρωτική γραμμή. Τα “Abol stream” και “Stillness”, τα δύο 9λεπτα tracks με το Κουιντέτο (Tim O’Dell άλτο, σοπράνο, Don Stratton τρομπέτα, Richard Nelson κιθάρα, Cassidy Holden μπάσο, Steve Grover ντραμς) που κλείνουν το άλμπουμ, παρέχουν την ευκαιρία στον Nelson για μία εφ’ όλης της ύλης συναισθηματική αναδίπλωση, προσφεύγοντας δηλαδή σ’ έναν jazz λυρισμό άνευ ημερομηνίας λήξεως.
Επαφή: www.richardnelsonmusic.com
RICK STONE TRIO: Fractals (Jazz And)
Ρίχνοντας μια ματιά στη βιογραφία-δισκογραφία του Rick Stone, που υπάρχει στο site του www.rickstone.com, διαπιστώνω πως ο εγκατεστημένος στη Νέα Υόρκη jazz guitarist δεν είναι τυχαία περίπτωση. Κυκλοφορεί δουλειές του από το 1985, έχει συνεργαστεί με τους Hal Galper, Billy Hart, Kenny Barron, Eric Alexander και άλλους διαφόρους, παρουσιάζοντας, όλο αυτό το διάστημα, μια σειρά από άλμπουμ υψηλής κριτικής αποδοχής. Το “Fractals” πρέπει να είναι το πέμπτο στη σειρά, ηχογραφημένο στο Brooklyn τον προηγούμενο Ιανουάριο. Οι Rick Stone ηλεκτρική κιθάρα, Marco Panascia μπάσο και Tom Pollard ντραμς ερμηνεύουν επτά πρωτότυπες συνθέσεις και τέσσερα στάνταρντ, αναπαράγοντας και αναδημιουργώντας κλασικά bebop κιθαριστικά μοτίβο σε κομμάτια όπως το “Scoby” και το “Speed bump”, κάνοντας τη διαφορά με συνθέσεις όπως η έσχατη “The phrygerator” (με τις σαφείς modal Coltrane-ικές αναφορές, όσον αφορά στην αλληλουχία των ακόρντων). Το φερώνυμο “Fractals” και κυρίως το “Nacho mama’s blues” δεικνύουν το ταλέντο τού Stone στην συγχορδιακή επεξεργασία, με το rhythm section (και κυρίως τον ντράμερ με τα γεμίσματά του) να κάνει εξαιρετική δουλειά. Από τα τέσσερα στάνταρντ το εισαγωγικό “Stella by starlight” του Victor Young ανοίγει με ένα αντολίτικης χροιάς 7/4, που δίνει οπωσδήποτε μία κατεύθυνση στη διασκευή, ενώ το “Ballad for very sad and very tired lotus eaters” του Billy Strayhorn είναι επιλεγμένο, μάλλον, για την καθαρή ομορφιά του· το ρυθμικό τμήμα συμβάλλει τα μάλα με τα εφέ του (ο μπασίστας Panascia με τη χρήση του δοξαριού και ο ντράμερ Pollard με τα πιατίνια του).
Επαφή: www.jazzand.com
KLEZWOODS: Oy Yeah! (Accurate)
Μπορεί το όνομα των Klezwoods (από τη Μασαχουσέτη) να παραπέμπει στο klezmer, όμως στο “Oy Yeah!” (2010) δεν ασχολούνται μόνο με τα εν λόγω ηχοχρώματα. Για την ακρίβεια, από τα δέκα κομμάτια του CD τους, μόνο δύο σχετίζονται άμεσα με τη μουσική των Ashkenazic Εβραίων της Ανατολικής Ευρώπης· τα υπόλοιπα είναι βουλγαρικά, τουρκικά, βορειο-μακεδονίτικα, αραβικά και ελληνικά (ένας «Συρτός»). Η 9μελής μπάντα είναι σούπερ με τον ακορντεονίστα Michael McLaughlin και τον βιολιστή Joe Kessler να κάνουν άψογη δουλειά, αλλά και τον περκασιονίστα Brian O’Neill (ιθύνων νους της Mr. Ho’s Orchestrotica, το άλμπουμ της οποίας για τον Esquivel μάς είχε απασχολήσει πριν από καιρό http://is.gd/JNv81D), να συνοδεύει με γνώση στην ηχητική-γεωγραφική περιπλάνηση.
Επαφή: www.accuraterecords.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου