Παρασκευή 17 Μαΐου 2024

ΜΙΚΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK 576

17/5/2024
Με κάλεσε ο Γιώργος Μητράκης να μιλήσω για το βιβλίο μου «Ραντεβού στο Κύτταρο» [Όγδοο, 2024], στην ραδιοφωνική «Ενημερωτική Εκπομπή του Σαββατοκύριακου» στον 102 FM της ΕΡΤ3, που θα μεταδοθεί αύριο Σάββατο, στις 11 με 1 το πρωί. Γύρω στις 11:30 θα ξεκινήσει η συζήτηση...

16/5/2024
Από τη μεγάλη εποχή του νεολαϊκού, στην αρχή της δεκαετίας του '80.
Τραγουδάρα των Νικολόπουλου-Χαψιάδη-Νταλάρα. Και με εξώφυλλο σε στυλ Κυριτσόπουλου....
https://www.youtube.com/watch?v=dCVLV58BTug

16/5/2024
Τα πρόσωπα που με απασχολούν στο «Ραντεβού στο Κύτταρο» [Όγδοο, 2024] και που σχετίζονται με το ελληνικό ροκ, είναι δεκάδες. Και όχι μόνο τα πασίγνωστα, σαν τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου π.χ., αλλά και τα εντελώς αγνοημένα.
Σε κανένα άλλο βιβλίο δεν θα βρεις, ας πούμε, να γράφονται λόγια (περισσότερα από 3 σελίδες) για τον Νίκο Παπαθανασίου, τον αδελφό του Βαγγέλη Παπαθανασίου (απόντες και οι δύο από τη ζωή πια), σε σχέση πάντα με τις ποπ-ροκ δραστηριότητές του, σε Ελλάδα και Ιταλία, στις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Μέχρι και για τα δύο τελείως άγνωστα στην Ελλάδα άλμπουμ του από τα early seventies (άγνωστα υπό την έννοια πως δεν έχω διαβάσει ποτέ κάτι γι’ αυτά) γράφω μέσα...

15/5/2025
Πάνε να ξανακάνουνε μόδα τα προγλωσσικά; Όμως τούτο εδώ είναι πανεπιστήμιο μπροστά στις σημερινές σαχλίτσες...
(με... Μπρίλη και Τόλη κάποια στιγμή στο κόλπο)
A-well-a bird, bird, b-bird's the word
A-well-a bird, surfing bird, brr, brr, ah, ah
Ah, bap-a-pa-pa-pa-pa-pa-pa-pa-pa-pa-pa-pa-pa-pap
Ma-ma-mow, pa-pa, ma-ma-mow, pa-pa
Ma-ma-mow, pa-pa, ma-ma-mow, pa-pa
Ma-ma-mow, pa-pa, ma-ma-mow, pa-pa
Ma-ma-mow, pa-pa, ma-ma-mow, pa-pa
Ma-ma-mow, pa-pa, ma-ma-mow, pa-pa
Ma-ma-mow, pa-pa, ma-ma-mow, pa-pa
Ma-ma-ma-ma-mow, pa-pa, ma-ma-mow, pa-pa
Ma-ma-ma-ma-mow, pa-pa, ma-ma-mow, pa-pa
Ma-ma-mow, pa-pa, ma-ma-mow, pa-pa
Ma-ma-mow, pa-pa, ma-ma-mow, pa-pa
Ma-ma-mow, ma-ma-mow, pa-pa
Ma-ma-mow, ma-ma-mow, pa-pa
Ma-ma-ma-ma, ma-ma-mow
Ma-ma-ma-ma, ma-ma-mow
Ma-ma-mow, pa-pa, ma-ma-mow, pa-pa
Ma-ma-mow, pa-pa, ma-ma-mow
https://www.youtube.com/watch?v=styV-fdt4dE

15/5/2024
Για τους Axis είχα διαβάσει για πρώτη φορά στο Ποπ & Ροκ στο τέλος της δεκαετίας του ’70 - δείτε τη φωτό. Ήταν μια συνέντευξη του Δημήτρη Κατακουζηνού (πρωταρχικό μέλος τους), στην οποία έλεγε διάφορα και, ανάμεσα, σε άλλα ότι γούσταρε πολύ την βυζαντινή μουσική.
Από τότε έψαχνα να μάθω για τους Axis, αλλά όλη τη δεκαετία του ’80 δεν είχε γράψει κανένας γι’ αυτούς (στα βασικά μουσικά περιοδικά), έτσι νομίζω. Και βεβαίως στα δισκάδικα, όταν έλεγα για Axis κουνούσαν όλοι το κεφάλι τους – στο στυλ «τι μας λες τώρα». Δεν είχε κυκλοφορήσει ποτέ δίσκος ή δισκάκι των Axis στην Ελλάδα, και γι’ αυτό ήταν εντελώς αγνοημένοι.
Αγοράζω δίσκο των Axis, τον δεύτερό τους, στο τέλος των 80s από τον γαλλικό κατάλογο του Franck Luinaud, ενώ στις αρχές των 90s αγοράζω από τον ίδιο, πάντα σε λογικές τιμές, και το τρίτο LP τους, τα φανταστικό Canterbury-sound progressive – εκεί όπου ο Κατακουζηνός, που δεν ήταν τότε μέλος του γκρουπ, θα έχωνε μέσα και το βυζαντινό «Αι γενεαί πάσαι»–, ενώ στα 2000s πια, θα αγόραζα από το eBay και το πρώτο άλμπουμ τους (που έχει δύο άλλα σπουδαία τραγούδια, στη θέση των επιτυχιών “Ela ela”, “Osanna”).
Για τους Axis έγραψα για πρώτη φορά στο “Jazz & Τζαζ», στο τεύχος #60, τον Μάρτιο του 1998, και θα ήταν τότε η πρώτη φορά στην Ελλάδα, που θα γραφόταν ένα πλήρες και αναλυτικό κείμενο γι’ αυτούς, ενώ νωρίτερα, τον Νοέμβριο του 1996, στο τεύχος #44 (το επονομαζόμενο και “Lady Jazz”), θα έκανα συνέντευξη και με τον ντράμερ τους Χρήστο Στασινόπουλο, που επίσης θα μιλούσε για πρώτη φορά σε περιοδικό, για το παρελθόν του με τους Axis κ.λπ.
Φυσικά γράφω πολλά για τους Axis και στη νέα έκδοση του βιβλίου μου «Ραντεβού στο Κύτταρο» [Όγδοο, 2024], που υπάρχει τώρα στα κανονικά και ηλεκτρονικά βιβλιοπωλεία και σας περιμένει...

14/5/2024
Τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου τον θυμάμαι από τα χρόνια του Δημοτικού ακόμη, στην πρώιμη μεταπολίτευση, να τραγουδάει «Του ’παν θα βάλεις το χακί» και «Ο Πέτρος, ο Γιόχαν κι ο Φραντς» και όταν άκουσα στο ραδιόφωνο το τραγούδι του «Με νικοτίνη δυνατή και τον Μπομπ Ντύλαν» (1978) αγόρασα τον πρώτο εντελώς προσωπικό δίσκο του (που σήμερα τον θεωρώ «τομή» στο ελληνικό τραγούδι, και θα εξηγήσω άλλη φορά «γιατί»), επειδή μου άρεσε και το συγκεκριμένο τραγούδι (του Βαρδή) και γιατί είχα αρχίσει τότε να ακούω Bob Dylan (να διαβάζω τους μεταφρασμένους στίχους της Συριώτη κ.λπ.).
To 1981 τον είχα δει live τον Βασ. να ροκάρει με Λοΐζο, Μικρούτσικο και Λεοντή, ενώ το 1982 θα αγόραζα και το «Φοβάμαι». Θυμάμαι δε πως εκείνη την εποχή είχα μάθει πως ο Βασ. έπαιζε ροκ στα νειάτα του, με τους Crosswords και πως δεν ήταν όψιμος ρόκερ – και το έλεγα αυτό σε κάποιους φίλους, τότε, που τον κατηγορούσαν για γιαλαντζί ροκά. Τη «Διαίρεση» δεν την αγόρασα ποτέ, γιατί μου την έσπαγαν κάποια τραγούδια από ’κει μέσα, ούτε άλλους δίσκους του αργότερα. Το «Όλα από χέρι καμένα» μόνο, του Μικρούτσικου, είχα αγοράσει κάποτε στα 90s από τις προσφορές.
Τέλος πάντων, άλλη γνώμη είχα στα late 70s-early 80s για τον Βασ., άλλη στα 90s και άλλη σήμερα.
Και φυσικά ο Βασ., με τους δύο πρώτους προσωπικούς δίσκους του, με απασχολεί και στο «Ραντεβού στο Κύτταρο» [Όγδοο, 2024], που κυκλοφορεί τώρα στα βιβλιοπωλεία – κανονικά και ηλεκτρονικά.

13/5/2024
Όταν γίνονταν οι Ολυμπιάδες Τραγουδιού της Αθήνας, επί χούντας, από το 1968 έως το 1973, καμία χώρα από τις δεκάδες που συμμετείχαν –όλη η Δυτική Ευρώπη, χώρες του κομμουνισμού, ακόμη και η σοσιαλιστική Χιλή του Salvador Allende–, κανένας εκπρόσωπός τους δεν διανοήθηκε να πει κάτι, είτε σε συνέντευξη Τύπου, είτε μέσω τραγουδιών, δηλώσεων κ.λπ., για τους εξόριστους στα ξερονήσια, τα βασανιστήρια, τα εγκλήματα, για την κατάργηση των κομμάτων, των εκλογών, την απαγόρευση των τραγουδιών του Θεοδωράκη κτλ.
Τεράστιοι καλλιτέχνες, που θα εμφανίζονταν στις Ολυμπιάδες, μπροστά στους οποίους οι σημερινοί της Eurovision είναι απλά τσίχλες, σαν τους Gilbert Becaud, Charles Aznavour, Ivan Rebroff, Amalia Rodrigues, Josephine Baker, Al Bano, Sandie Shaw, Carmen Sevilla, Johnny Hallyday, Golden Gate Quartet δεν διανοήθηκαν να πουν κάτι για όσα συνέβαιναν στη χώρα ή έξω από αυτή (γιατί και τότε υπήρχαν τα εγκλήματα στο Βιετνάμ, υπήρχαν οι αντιπαραθέσεις των Ισραηλινών με τους Άραβες κ.λπ.).
Ήταν προσκεκλημένοι, όλοι αυτοί, ενός διεθνούς διαγωνισμού τραγουδιού, που στόχο είχε να προβάλλει το καλό ελαφρό και ποπ τραγούδι, και βεβαίως τη συμφιλίωση των λαών, αφού στις Ολυμπιάδες συμμετείχαν χώρες της Δύσης (ΗΠΑ, Γαλλία, Βρετανία κ.λπ.), μαζί με τον «μισητό κομμουνισμό» (Ουγγαρία, Ρουμανία, Γιουγκοσλαβία κ.λπ.), ο οποίος για τη χούντα αποτελούσε τον υπ’ αριθμόν 1 δημόσιο κίνδυνο, συμμετείχε η Αίγυπτος, το Ισραήλ, η Συρία και ο Λίβανος (που είχαν πολεμήσει μεταξύ τους στον πόλεμο των Έξι Ημερών), φυσικά η Τουρκία κ.ο.κ.
Ο καλλιτέχνης δεν έχει κανένα λόγο, από τη στιγμή που συμμετέχει σ’ έναν καλλιτεχνικό διαγωνισμό να λέει το μακρύ του και το κοντό του. Έχει χαθεί το μέτρο. Δεν μπορεί να κάνει πολιτική η Σάττι και η κάθε Σάττι. Άμα θες να πας κόντρα σ’ έναν καλλιτεχνικό διαγωνισμό τύπου Eurovision, επειδή συμμετέχει μια χώρα που δεν γουστάρεις, είτε δεν συμμετέχεις εσύ, είτε σαν χώρα μποϋκοτάρεις. Αυτό είναι μια τίμια δράση.
Από τη στιγμή όμως που λες ναι, αφήνεις τα χασμουρητά και τις ψευτομαγκιές στην άκρη, και κοιτάς μόνο το τραγούδι σου. Υπάρχουν άλλοι για να διαμαρτυρηθούν, να ασκήσουν πιέσεις, να αντιδράσουν κ.λπ. Εσύ είσαι εκεί για το φαν, για τη χαρά, το τραγούδι και τη συναδέλφωση. Αλλιώς αν δεν γουστάρεις δεν πας.
Τώρα προσέξτε όμως... πώς αλλάζουν τα πράματα.
Όταν διαβάζεις αυτό: >>«Όταν κάποιος εκπροσωπεί μια χώρα ακόμα και σε έναν μουσικό διαγωνισμό και ταξιδεύει με έξοδα του Έλληνα φορολογούμενου, πρέπει να προσέχει τη συμπεριφορά του, τη δημόσια εικόνα του και τη συμπεριφορά του γενικότερα», ήταν η απάντηση του κυβερνητικού εκπροσώπου Παύλου Μαρινάκη για όλα αυτά.<< λες όπα... μπάστα.
Γιατί. το να βγαίνουν αυτοί οι τελεμέδες, οι πολιτικοί, και να λένε πως ενδιαφέρονται για τα λεφτά του Έλληνα φορολογούμενου, όταν έχουν διαλύσει τη χώρα, όταν έκλεψαν το 25% του ΑΕΠ της, εν καιρώ ειρήνης, όταν διέλυσαν τα ασφαλιστικά ταμεία μας, που τα χτίσαμε με το υστέρημά μας, όταν καταδίκασαν ένα λαό να ψωνίζει από τις προσφορές ή να αγοράζει ό,τι χειρότερο ποιοτικά υπάρχει για να ζήσει, όταν διέλυσαν τα νοσοκομεία μας, τα σχολεία μας κ.λπ., μην αφήνοντας τίποτα όρθιο, τότε το χασμουρητό της Σάττι είναι πταίσμα.
Εγώ, αν ήμουνα Σάττι, θα έριχνα σε όλους αυτούς που επικαλούνται, με τέτοια αναίδεια, τα λεφτά του Έλληνα φορολογούμενου πριν από το χασμουρητό μια κλανιά για απεριτίφ κι αμέσως μετά ένα χèσιμο, για τη χώνεψη.

13/5/2024
Roger Corman "The Trip" (1967). Ένα από τα πιο συγκλονιστικά κομμάτια, που γράφτηκαν ποτέ για ηλεκτρική κιθάρα. Electric Flag, Mike Bloomfield, Nick Gravenites, Barry Goldberg κ.λπ. Όποιος έχει δει την ταινία δεν μπορεί να έχει ξεχάσει τη σκηνή στο κλαμπ, λίγο μετά τη μέση, όταν ακούγεται αυτό το ανεπανάληπτο ψυχεδελικό κομμάτι...
https://www.youtube.com/watch?v=pLrcLRGRbYE

13/5/2023
Χθες έμαθα εδώ μέσα πως πέθανε ο αμερικανός σκηνοθέτης Roger Corman, στα 98 του – ο βασιλιάς των b-movies. Είδα διάφορα κείμενα σήμερα στα σάιτ, αλλά δεν είδα πουθενά να αναφέρεται ένα πολύ βασικό, για εμάς τους Έλληνες, πως ο Corman είχε γυρίσει ταινίες στην Ελλάδα – σίγουρα μία, αλλά μάλλον και δεύτερη. Λέω για το ψευδοϊστορικό “Atlas”, το 1960 (προβλήθηκε την επόμενη χρονιά), στο οποίο έπαιζαν ο Ανδρέας Φιλιππίδης (τον βλέπετε στη φωτό με το μούσι), ο Θεόδωρος Έξαρχος, η Μιράντα Κουνελάκη, ο Θεόδωρος Δημήτριεφ και άλλοι. Επίσης πίσω από τις κάμερες είχε ρόλο και ο πολύ γνωστός ποιητής αργότερα Τάσος Δενέγρης!
Εντάξει, εμείς που ακούμε ροκ ξέρουμε τον Corman από τα θρυλικά “The Trip”, “Gas!” κ.λπ. Φυσικά τον ξέρουμε και από τις ταινίες του τις βασισμένες στα διηγήματα του Poe και άλλα τινά. Αλλά ρε μάγκες μου, όταν γράφουμε στην Ελλάδα για τον Roger Corman, να λέμε πως ο άνθρωπος είχε έρθει και στην πατρίδα μας και γύρισε ταινίες – δεν είναι δα και επιλήψιμο.

PINK MAGGIT ένα αθηναϊκό electro, για τον ήλιο του μεσονυκτίου

Ο Pink Maggit είναι ένας νέος άνθρωπος, Έλληνας και Αθηναίος, που ασχολείται με το electro. Το βασικό όργανό του είναι τα πλήκτρα δηλαδή, με τα ηχοχρώματα να παραπέμπουν άλλοτε σε πιο 80s electro και άλλοτε σε πιο 90s. Το άλμπουμ του αποκαλείται Midinight Sun [Veego Records, 2023], «Ήλιος του μεσονυκτίου δηλαδή, και υποτίθεται πως έρχεται να αναπαραστήσει ηχητικώς όσα συμβαίνουν στις ψυχές των ανθρώπων του βορρά, που βιώνουν όλο το χρόνο αυτό το φυσικό φαινόμενο.
Βεβαίως, ένας Έλληνας δεν μπορεί να μπει στη θέση ενός βόρειου, Σκανδιναυού ας πούμε, αλλά μπορεί να αναδείξει, από τον τόπο μας πια, ψυχολογικές καταστάσεις που να προσιδιάζουν με τις βορειοευρωπαϊκές.
Τέλος πάντων τα κομμάτια του Pink Maggit έχουν ένα ύφος στο instrumental μέρος τους, ενώ τα ακούω κάπως άγαρμπα, όσον αφορά το φωνητικό, στο οποίο υπάρχουν και guests (Dvchess, Ckye). Βασικά υπάρχουν λίγοι στίχοι εδώ, όπου υπάρχουν, που επαναλαμβάνονται, επεξεργασμένοι και παραμορφωμένοι, ώστε να δημιουργούν τις κατάλληλες, κάθε φορά, ατμόσφαιρες (κάπως απροσάρμοστες και χαοτικές).
Ο αστικός προσανατολισμός, αυτό που λέμε αστικό (urban) electro είναι κάτι που κυριαρχεί στο “Midnight Sun”, που αρχίζει και τελειώνει δίχως να το καταλάβεις (η διάρκεια είναι λιγότερη από μισή ώρα). Δίλεπτα, τρίλεπτα και τετράλεπτα κομμάτια έχουμε λοιπόν εδώ, που ακούγονται με άνεση, δίχως να αφήνουν κάποια επίγευση - αν και, σε κάθε περίπτωση, μου άρεσαν περισσότερο τα... ακραία tracks
Η εισαγωγή “Lost in you”, που είναι το πιο ροκ κομμάτι του δίσκου, αρκούντως λυρικό και συναισθηματικό, το έκτο «Βουλιαγμένης (Interlude)», που ανοίγει την Side B και το οποίο σου αφήνει αυτή την αίσθηση της διαδρομής, σ’ έναν από τους πιο παράξενους δρόμους της Αθήνας (με την διαρκή εναλλαγή των τοπίων), και ακόμη το κλείσιμο με το «Κατειλημμένο», που διαθέτει ένα cosmic στοιχείο. Αρκετά καλό είναι και το έβδομο track, το «Μη σε νοιάζει καν», που είναι ούλτρα χορευτικό, μ’ ένα σπάσιμο του τέμπο στη μέση, και ελαφρώς απόκοσμο. Αυτά.

Πέμπτη 16 Μαΐου 2024

ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΗΣ ο τρίτος πολύ καλός δίσκος ενός σημαντικού τραγουδοποιού

Ο «Ζεστός Βοριάς» [Ιδιωτική Έκδοση, 2024] είναι ο τρίτος δίσκος του τραγουδοποιού Νίκου Παπαντώνη, για τον οποίον γράφω στο blog, καθώς έχουν προηγηθεί τα άλμπουμ «Ι.Χ. Τραγούδια Ιδιωτικής Χρήσης» [Δίσκοι Μικρός Ήρως / MLK, 2019] και «Τις Λεωφόρους Θα Ανοίξω» [walnut entertainment IKE / MLK, 2022]. Και κάπως έτσι, επειδή για τα προηγούμενα άλμπουμ του είχα γράψει καλά ή και πολύ καλά λόγια το ίδιο θα πράξω και τώρα. Όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά γιατί και ο «Ζεστός Βοριάς» είναι ένα CD που ξεχωρίζει. Που ξεχωρίζει πού όμως; Μα σ’ αυτό το χώρο του καθημερινού ελληνικού τραγουδιού, πείτε το και ροκ, του ηλεκτρικού τραγουδιού τέλος πάντων, εκείνου που σε κάθε περίπτωση θα μπορούσε να μπει στα στόματα των πολλών. Θα το επιτύχει αυτό ο «Ζεστός Βοριάς»; Πολύ δύσκολα, αλλά αυτό δεν σημαίνει κάτι για την ποιότητα αυτών καθ’ αυτών των τραγουδιών, που έχουν πολλά χαρίσματα.
Κατ’ αρχάς να πω πως τα τραγούδια του δίσκου είναι δέκα, με τα εννέα να διαθέτουν μουσικές, στίχους και ερμηνείες από τον Παπαντώνη, ενώ ένα έχει στίχους της Άννας Κουτσαυλή και τραγουδά η Μαρία Βασιλοπούλου. Επίσης να σημειώσω πως η ενορχήστρωση, η ηχοληψία, η μίξη και το mastering ανήκουν στον Νίκο Κριτσέλη, που παίζει κιθάρες και πλήκτρα, ενώ στο team βρίσκονται, επίσης, οι Νίκος Παπαντώνης κλασικές, ακουστικές κιθάρες, Νίκος Τσαχτσίρης μπάσο, Δημήτρης Κοτσίρης ντραμς και Γιώργος Κάστανος σαξόφωνο.
Ένα βασικό προσόν του Παπαντώνη είναι η απλότητα, που χαρακτηρίζει τα λόγια του. Δείτε πώς γράφει για την Κύπρο στο τραγούδι «Το νησί σου»: «Το νησί σου κόκκινο / κείνο τον Ιούλη / φύλλο χρυσοπράσινο / σ’ ένα μαύρο τούλι. Τις ξανθές σου αμμουδιές / πάτησαν οι λύκοι / έσβησαν οι μουσικές / χτίστηκαν τα τείχη. Στα μάτια ενός παιδιού / όλα αυτά πώς μοιάζουν / ο πόλεμος κι ο θάνατος / να σε πλησιάζουν. Σφαίρες να αντηχούν / και να σε διχάζουν / ποιοι μας αγαπούν / ποιοι μας θυσιάζουν». Αυτή η απλότητα και η αμεσότητα στην έκφραση είναι μεγάλο προσόν σήμερα, και δεν το συναντάς «κάθε μέρα» στο ελληνικό τραγούδι (στο οποίο, τις πιο πολλές φορές, ακούς ελληνικά ό,τι να ’ναι). Ή, για να είμαι πιο ακριβής, σπανίζει πια.
Πέρα από τα λόγια, τώρα, υπάρχουν οι συνθέσεις, που είναι και αυτές εξίσου ενδιαφέρουσες. Με την ίδια τάση για απλότητα και με το ίδιο αποτέλεσμα όσον αφορά την τελική ποιότητα. Προσωπικά, μου αρέσει ακόμη και η φωνή του Παπαντώνη, και ας μην είναι τέλεια. Είναι, όμως, σωστή ερμηνευτικά και με ιδιαίτερο χρώμα – και αυτό είναι που μετράει. Επίσης λειτουργικές είναι και οι ενορχηστρώσεις, που θα τις χαρακτήριζα ροκ γενικώς, αλλά όχι... έξαλλα ροκ . Χωρίς να δημιουργούν κάποιον «ήχο» είναι και αυτές οι πρέπουσες, δίχως να καπελώνουν τα τραγούδια, υπηρετώντας τα έξυπνα και από διάφορες θέσεις.
Εν τέλει... τόσο πολύ και τόσα πολλά καλά τραγούδια σαν τα «Το νησί σου», «Ζεστός βοριάς», «Σε χάνω», «Για την αγάπη» και «Το λεωφορείο» δεν τα συναντάς, έτσι συγκεντρωμένα, σε δίσκους του καθημερινού ελληνικού άσματος, και αυτό, οπωσδήποτε, περιποιεί τιμή στον Νίκο Παπαντώνη – που και με τον τρίτο δίσκο του αποδεικνύει πως δεν είναι ένας τυχαίος τραγουδοποιός, αλλά ακριβώς το αντίθετο. Ένας τραγουδοποιός μιας κάποιας κλάσης.
Ένας πολύ αξιόλογος δίσκος!
Επαφή: https://www.facebook.com/nikos.papantonis.73?locale=el_GR

Τετάρτη 15 Μαΐου 2024

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΒΟΛΑΝΗΣ & ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΓΙΔΑΣ εκτός των τειχών

Οι Λευτέρης Βολάνης και Δημήτρης Παγίδας υπήρξαν μέλη των No Clear Mind, ενός παράξενου γκρουπ (δεν ξέρω αν υφίσταται ακόμη), που είχε δώσει μερικά ενδιαφέροντα LP την προηγούμενη δεκαετία. Δεν γνωρίζω αν η νέα δουλειά των Βολάνη & Παγίδα, το «Εκτός των Τειχών» [Veego Records, 2024] αποτελεί μετεξέλιξη του ήχου των No Clear Mind, πάντως στοιχεία από εκείνους τους δίσκους υπάρχουν κι εδώ. Όπως είχα γράψει για το άλμπουμ τους “Mets” [Inner Ear, 2013]:
«Τα κομμάτια των No Clear Mind ορχηστρικά κατά βάση (υπάρχουν ανάμεσα και δυο τραγούδια) στηρίζονται στην ευρωπαϊκή progressive romance, θυμίζοντας, τόπους-τόπους, σπαράγματα από συνθέσεις των Camel, των Moody Blues, των Barclay James Harvest και των Alan Parsons Project. Πληθώρα επεξεργασμένων μελωδιών (αν και όχι πάντα με ευρηματικότητα), ήπια, νωχελική ατμόσφαιρα, συγκεκριμένα και συνταιριασμένα παιξίματα άνευ ιδιαίτερων μανιερισμών – άπαντα συντελούν στο περφεξιονιστικό κλίμα του άλμπουμ, που παραμένει σε κάθε περίπτωση λαϊκό (και ενίοτε κινηματογραφικό), δίχως να μετατοπίζεται προς compact κατευθύνσεις».
Χοντρικά, αρκετά από τα προηγούμενα ισχύουν και στο πρόσφατο «Εκτός των Τειχών», ένα ωραίο άλμπουμ, που το φέρουν εις πέρας τρία πρόσωπα. Ο Λευτέρης Βολάνης, που τραγουδά, κάνοντας φωνητικά, χειριζόμενος κιθάρες, εφφέ, σάμπλερ, μπάσο, πλήκτρα, συνθεσάιζερ, ο Δημήτρης Παγίδας, που επίσης τραγουδά, κάνοντας φωνητικά και παίζοντας κιθάρες, ντραμς, κρουστά, μπάσο, όργανο, πλήκτρα, σύνθια, άλτο σαξόφωνο και λαούτο, και ακόμη η Sheila Rodgers στο φλάουτο.
Το άκουσμα είναι ατμοσφαιρικό, αιθέριο, ρομαντικό, με ακουστικές/folk, rock και electronic ή και cosmic επιρροές, κινούμενο σε μια early seventies κατεύθυνση (ας την πούμε και κάπως «soundtrack-ική»), που εντάσσεται σίγουρα στο ευρύτερο progressive.
Συνθετικά το άλμπουμ κινείται σε ικανοποιητικό έως και υψηλό επίπεδο. Φαίνεται θέλω να πω η δουλειά, που έχει καταβληθεί και στο επίπεδο των παιξιμάτων και σ’ εκείνο της ενοργάνωσης και της ευρύτερης ηχογράφησης-παραγωγής, ενώ δεν θα πρέπει να παραλείψουμε να πούμε πως το άλμπουμ περιλαμβάνει τραγούδια, βασικά (με ελληνικούς και αγγλικούς στίχους), που είναι τόσο ανεπαίσθητα, ώστε σχεδόν να μην τα καταλαβαίνεις. Εννοώ πως το «Εκτός των Τειχών» το αντιμετωπίζεις πρωτίστως σαν ορχηστρικό και μετέπειτα σαν ό,τι άλλο.
Δεν υπάρχει κάτι συγκεκριμένο, για να ξεχωρίσω από εδώ, καθώς ο δίσκος κινείται «συνολικά» και όχι κομμάτι με κομμάτι. Υπάρχει, δηλαδή, ένα concept ηχητικό, που αυτό κυριαρχεί, χαρακτηρίζοντας απ’ άκρη σε άκρη το ακρόαμα.
Πολύ ενδιαφέρουσα δουλειά και αν υπάρχει ένα μείον, για μένα, εδώ, αυτό έχει να κάνει μόνο με το art του εξωφύλλου (που σαν κατασκευή είναι ένα ωραίο unipak), το οποίο δεν «κολλάει» με αυτό που ακούς. Θα χρειαζόταν κάτι... σέβεντις.
Επαφή: www.veegorecords.com

Τρίτη 14 Μαΐου 2024

MATT WILSON νέο σπουδαίο άλμπουμ από τον ντράμερ της jazz

Αν ρίξει κανείς μια ματιά στο Δισκορυχείον θα εντοπίσει καμιά 25αριά άλμπουμ, τα οποία ανήκουν είτε αποκλειστικώς στον ντράμερ Matt Wilson είτε ο ίδιος έχει κάποια συμμετοχή σε αυτά. Λέμε για δίσκους των Leap Day Trio, Frank Kimbrough, Martin Wind, Falkner Evans, Sarah Wilson, Dave Glasser, Owen Broder / The American Roots Project, Heliosonic Tone-Tette, Ken Schaphorst Big Band, Ken Peplowski, Dan Trudell και άλλων. Επίσης υπάρχουν reviews για τις σημαντικές «προσωπικές» ηχογραφήσεις του “Honey and Salt / Music inspired by the poetry of Carl Sandburg” [Palmetto, 2017], “Beginning of a Memory” [Palmetto, 2016] (με Matt Wilson’s Big Happy Family), το άλμπουμ του με τον John Medeski “Gathering Call” [Palmetto, 2013] κ.λπ. Θέλουμε να πούμε με όλα αυτά πως ο Matt Wilson δεν είναι κάποια τυχαία περίπτωση, αλλά μία από τις πιο σημαντικές μονάδες στο χώρο της σύγχρονης, αμερικανικής, jazz.
Το πιο νέο άλμπουμ του Matt Wilson αποκαλείται Good Trouble [Palmetto, 2023] σηματοδοτώντας από την μια μεριά τα εξηκοστά γενέθλιά του (ο Wilson είναι γεννημένος στο Knoxville του Illinois το 1964), ενώ από την άλλη είναι εμπνευσμένο από τον μαύρο πολιτικό και ακτιβιστή John Lewis (1940-2020), που έφυγε σχετικά πρόσφατα από τη ζωή, μία μεγάλη φυσιογνωμία των αγώνων για τα πολιτικά δικαιώματα των μαύρων ήδη από τις αρχές των 60s (ηγέτης του SNCC, πριν πάρει τη θέση του ο Stokely Carmichael). Περαιτέρω το “Good Trouble” είναι αφιερωμένο στους Carla Bley, Geri Allen, Ron Miles και Frank Kimbrough, οι οποίοι, αν και δεν βρίσκονται πλέον στη ζωή, εξακολουθούν να επηρεάζουν με τις μουσικές τους παλαιότερους και νεότερους συναδέλφους τους.
Σ’ αυτή τη δουλειά του ο Wilson έχει δίπλα του σημαντικά ονόματα, όπως την άλτο σαξοφωνίστρια Tia Fuller, την πιανίστρια-τραγουδίστρια Dawn Clement, τον τενορίστα-κλαρινετίστα Jeff Lederer και ακόμη τον μπασίστα Ben Allison. Και κάπως έτσι με ρεπερτόριο στιβαρό, αποτελούμενο από πρωτότυπα και διασκευές (Ornette Coleman, John Denver, Gary Bartz), o Wilson δημιουργεί ένα άλμπουμ απολύτως ελκυστικό, με πολλές κρυμμένες και λιγότερο κρυμμένες αναφορές – όπως, για παράδειγμα, εκείνη στον Albert Ayler(!) στο “Alberts alley” (μια φοβερή σύνθεση του Lederer, ένα blues ανατριχιαστικό σχεδόν). Φυσικά και η τριμερής “Good Trouble Suite” (των Wilson/Lederer) είναι ανάμεσα στα κομμάτια που ξεχωρίζουν (αποτελούμενη από ένα εκρηκτικό, ένα κάπως ικετευτικό και τέλος ένα απολύτως εξωστρεφές μέρος), με τα σαξόφωνα να κάνουν τρομερή δουλειά μπροστά, και με τα τρία ρυθμικά όργανα (πιάνο, μπάσο, ντραμς) επίσης να οργιάζουν.
Σπουδαίο CD, από έναν μουσικό, τον ντράμερ Matt Wilson, που αποτελεί εγγύηση, σε ό,τι κι αν κάνει, χρόνια τώρα.
Επαφή: www.mattwilsonjazz.com

Δευτέρα 13 Μαΐου 2024

ΜΙΚΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK 575

13/5/2024
Στη νέα έκδοση του βιβλίου μου «Ραντεβού στο Κύτταρο» [Όγδοο, 2024] υπάρχουν μόλις τρία «έντεχνα» άλμπουμ, με τα οποία ασχολούμαι, για πάρα πολύ συγκεκριμένους λόγους. Δηλαδή δεν είναι επιλεγμένα ούτε τυχαία, ούτε συμβολικά.
Δεν ήθελα να μπλέξω με δίσκους «έντεχνων», που δεν έχουν καμία σχέση με το ροκ, όπως οι δίσκοι του Χάλαρη ας πούμε, που τους έμαθαν σε όλο τον κόσμο από τα βιβλία του Pokora, στα οποία διάβαζες κάτι ανοησίες περί «ψυχεδέλειας», «προγκρέσιβ» κ.λπ. Φοβεροί οι δίσκοι του Χάλαρη, αλλά όχι ως ροκ (o άνθρωπος δεν είχε καμία σχέση με τη μουσική της Δύσης).
Ένα λοιπόν από τα τρία «έντεχνα» άλμπουμ, για τα οποία γίνεται λόγος στο βιβλίο, είναι φυσικά το “Reflections” του Μάνου Χατζιδάκι (και μάλιστα στην ελληνική έκδοσή του, με πρώτο το όνομα του Χατζιδάκι και με μεγαλύτερα γράμματα γραμμένο από εκείνο των New York Rock and Roll Ensemble – όχι όπως στο original αμερικάνικο LP, που τα έχει ανάποδα και με το όνομα του Χατζιδάκι σχεδόν να μην φαίνεται).

11/5/2024
Την έχω ξαναποστάρει αυτή την τραγουδάρα του Σπύρου Βλασσόπουλου. Πολύ δυνατό... Γιάννα Κομνηνού...
https://www.youtube.com/watch?v=ufhVUUSJTUM

11/5/2024
Εκπληκτικός δίσκος το Χαμένο Τίποτα δεν Πάει... Για μένα κλάσεις ανώτερο από τον Ηλεκτρικό Αποσπερίτη. Και τα 11 τραγούδια του δίσκου είναι αριστουργήματα. Δεν το συναντάς αυτό σχεδόν ποτέ στο χώρο. Και όταν λέω και τα 11 το εννοώ. ΚΑΙ ΤΑ 11. 

11/5/2024
Η μέρα ξεκινάει άσχημα. Όπως πολλές μέρες τον τελευταίο καιρό. Έφυγε από τη ζωή ο Σπύρος Βλασσόπουλος, του ντουέτου Λήδα-Σπύρος, που είχε βεβαίως και πολύ ενδιαφέρουσα προσωπική διαδρομή. Ας είναι αναπαυμένος.
Εδώ ένα παλιό κείμενο, στη μνήμη του, σχετικό με τον «Μαυραγορίτη» τους, ένα από τα πιο σημαντικά τραγούδια του ελληνικού ροκ...
https://diskoryxeion.blogspot.com/2016/07/blog-post_5.html

10/5/2024
Και τις 60 διοργανώσεις της Γιουροβίζιον να βάλεις μαζί, 1200 τραγούδια, δεν κάνουν ένα τραγούδι της Γωγώς... Και ειδικά αν μιλάμε γι' αυτό το οριακό...
[αριστούργημα]
https://www.youtube.com/watch?v=itGbm6_GQcM

9/5/2024
Για τον Τομ (Τάσο) Μαχαίρα πρέπει να είχα διαβάσει για πρώτη φορά στα 90s σε κάποιο κατάλογο πώλησης δίσκων. Μάλλον του Βέλγου Φιλίπ Κολινιόν. Από τον Κολινιόν, που ήταν «φαρμακείο», δεν είχα αγοράσει ποτέ, τίποτα, με λεφτά – παρά μόνο με ανταλλαγές. Για παράδειγμα του έστελνα ελληνικά άλμπουμ ροκ και κάπως ροκ (όχι από τα σημαδεμένα), από εκείνα που δεν τα υπολόγιζαν ως τέτοια οι Έλληνες, και έπαιρνα άλλα (που τα είχε ούτως ή άλλως σε προσβάσιμες τιμές).
Του είχα προτείνει λοιπόν ανταλλαγές γι’ αυτό το LP του Tom Mahairas που βλέπετε στη φωτό, αλλά είχε αρνηθεί. Ήθελε να βρει κάποιο μπεκούνι για να το δώσει στα 200 ευρώ. Τόσο το πούλαγε με τις τωρινές τιμές – επί δραχμών και βελγικών φράγκων ακόμη, πριν από το ευρώ. Πανάκριβα δηλαδή.
Όταν έσκασε το eΒay –και πρέπει να ήμουν από τους πρώτους Έλληνες που γράφτηκαν εκεί, το 1999–, κυνήγαγα το LP του Μαχαίρα... μήπως και το εύρισκα να το πουλάει κάποιος ιδιώτης Αμερικάνος φτηνό. (Είμαι πάντα υπέρ των φτηνών αγορών και των ανταλλαγών, καθώς αρνιόμουν πάντα να παίζω σ’ αυτό το παιγνίδι των συλλεκτών με τα 300άρια και τα 500άρικα).
Και όντως, στην αρχή των 00s (μια φοβερή εποχή για αγορές δίσκων από το eBay), θα εντόπιζα τελικά το άλμπουμ με τιμή στα 20 δολάρια και με φτηνά ταχυδρομικά, αλλά η δημοπρασία θα έληγε στις 5 το πρωί ώρα Ελλάδος... Δεν υπήρχε περίπτωση να το χάσω. Έβαλα ξυπνητήρι πέντε πάρα δέκα, σηκώθηκα έκανα το bid στα τελευταία δευτερόλεπτα, το πήρα και πήγα και ξανακοιμήθηκα.
Και δεν απογοητεύτηκα, γιατί το “Seekers of the Truth” είχε και καταπληκτικό εξώφυλλο, με τον Τάσο να διαβάζει την Βίβλο με φόντο το Μανχάταν, αλλά και ωραία τραγούδια.
Φυσικά, για τους δίσκους του Tom Mahairas γράφω και στη νέα έκδοση του «Ραντεβού στο Κύτταρο» [Όγδοο, 2024], που βρίσκεται τώρα στα βιβλιοπωλεία (κανονικά και ηλεκτρονικά) και σας περιμένει...
Μόνο στο δικό μου βιβλίο, στην Ελλάδα, θα διαβάσεις για τέτοιους δίσκους.

9/5/2024
Η παρανόηση είναι μεγάλη. Το καλό τραγούδι είναι θέμα χαρίσματος, και φυσικά δεν είναι θέμα σπουδών. Μπορεί να έχεις μουσικά πτυχία, μπορεί να τραγουδάς ωραία, μπορεί να έχεις ακούσματα, μπορεί να δίνεις ωραίες συνεντεύξεις, μπορεί να σε σπρώχνουν τα μίντια... μπορεί... μπορεί... μπορεί... χίλια μπορεί... αλλά αυτά δεν σου εξασφαλίζουν, με τίποτα, ότι θα μπορέσεις να γράψεις ένα αληθινά καλό τραγούδι. Άμα είσαι από τη φύση ατάλαντος, σ’ αυτό το δύσκολο θέμα, πάει και τελείωσε. Θα μείνεις ατάλαντος. Ό,τι και να κάνεις θα φαίνεται ότι αγκομαχάς, για να παραδόσεις έστω και τη μετριότητα.
Στα γνωστά «σαν σήμερα» διάβασα ότι σήμερα 10 Μαΐου είναι τα γενέθλια του... αγράμματου Μάρκου Βαμβακάρη. Ενός ανθρώπου που δεν είχε κανένα από τα «μπορεί», αλλά αυτό δεν τον εμπόδιζε να βγάζει από το τσεπάκι του μόνο αριστουργήματα.

9/5/2023
To ότι κύλησαν οι δεκαετίες χωρίς η MLV να πατήσει στο stage της Eurovision το λες και ντροπή για τη χώρα - που δεν θα μάθει ποτέ να εκτιμά την καλή europop, χωρίς καρσιλαμάδες μέσα και ζωναράδικους...
https://www.youtube.com/watch?v=JS87FR9xcMQ

8/5/2023
Για το «Ραντεβού στο Κύτταρο» [Όγδοο, 2024] θα κάνω ποστ σχεδόν κάθε μέρα. Όπως θα κάνω και για το κινηματογραφικό όταν θα βγει από τα LiFO Books. Το «Ραντεβού» υπάρχει ήδη στα βιβλιοπωλεία (κανονικά και ηλεκτρονικά) και σας περιμένει... Τους κόπους μου θα τους υποστηρίξω, όσο δεν πάει άλλο.
«Παλιά είχε έρθει και ο Clapton στην Ελλάδα. Τον είχα δει εγώ που έπαιζε με τους Juniors, στην Τερψιθέα, σε κάτι μουσικά πρωινά, σε μια περίοδο που είχε σπάσει ο Καρακαντάς το χέρι του. Και την άλλη Κυριακή έπαιξε (ο Clapton) μ’ ένα συγκρότημα που λεγόταν Faces. Ήταν κι ο κομφερασιέ ο Αρέτας, που του έπιανε τα μαλλιά κι έλεγε: “Όποιος βρει πόσους πόντους μαλλί έχει ο Eric, θα πάρει ένα εισιτήριο τζάμπα, για την άλλη Κυριακή...”. Ήταν τότε, που είχε φύγει ο Clapton απ’ τους Yardbirds και γύριζε. Μετά πήγε στον Mayall. Είχαν έρθει και οι Prophets και διάφορα άλλα εγγλέζικα συγκροτήματα τότε».
[Αντώνης Τουρκογιώργης, Ιανουάριος 1981]
[Για τους Prophets έχω ξεχωριστό κεφάλαιο στο «Ραντεβού στο Κύτταρο». Στη φωτό, το βρετανο-αμερικανικό συγκρότημα, που έβαζε φωτιά στα τόπια στην Ελλάδα του ’67, είναι κάτω από το άγαλμα του Κολοκοτρώνη στη Σταδίου]

8/5/2023
To “Songs About Fucking” των Big Black το αγόρασα με το που βγήκε στην Ελλάδα (τέλος '87-αρχή '88) από το Δικαίωμα Διάβασης. Είχα ακούσει στο ραδιόφωνο το “the model” και μου άρεσε πολύ η διασκευή τους. Και ο δίσκος όλος ήταν πολύ καλός. Θυμάμαι και τα «αστέρια» στον Ήχο (από τον Τάσο Σακκά αν δεν κάνω λάθος - αν όχι ο Σακκάς, τότε ο Τριανταφυλλίδης). Αργότερα αγόρασα και το “Atomizer”, που βγήκε πιο μετά στην Ελλάδα – έτσι νομίζω τώρα. Από κει έμαθα τον Steve Albini και την αγάπη του για το θόρυβο. Τότε γράφανε γι’ αυτά τα γκρουπ όλα τα φάνζιν και μπορούσες να έχεις άμεση πληροφόρηση – πριν καν δεις τους δίσκους στα ράφια.
Ο Albini έφτιαξε ήχο, μέσα στα χρόνια, ένα κάπως μουντό πράμα, ακατέργαστο, με μονοτονίες, κιθάρες να ξύνουν, ντραμς επίσης ξερά, σίγουρα velvet-ικό, που δεν ήταν του γούστου μου στα 90s (ούτε στα 60s), πλην εξαιρέσεων. Και αναφέρομαι π.χ. στο ξαναβάπτισμα που έκανε στους Jimmy Page και Robert Plant στο “Walking Into Clarksdale”, που κάπου το έχω ακόμη στοιβαγμένο μαζί με τις «μπλουζιές».
Steve Albini RIP
[έχω γράψει και για νεώτερες παραγωγές, ηχογραφήσεις-μείξεις του Albini στο blog - Fotocrime, Alpha Strategy κ.λπ.]

ΚΩΣΤΑΣ ΜΠΑΛΑΧΟΥΤΗΣ Δημήτρης Κοντογιάννης 50 χρόνια λαϊκό τραγούδι

Ένα ενδιαφέρον και χρήσιμο βιβλίο είναι το «Δημήτρης Κοντογιάννης 50 Χρόνια Λαϊκό Τραγούδι, Δημοτικό / Ρεμπέτικο / Σύγχρονο» [Εκδόσεις Χαμάμ, 2023] του συγγραφέα Κώστα Μπαλαχούτη, γνωστού ευρύτερα για την αγάπη του για το λαϊκό τραγούδι (δικά του είναι διάφορα βιβλία για τον Βαγγέλη Περπινιάδη, τον Στέλιο Καζαντζίδη, την Γιώτα Λύδια, τον Χρήστο Νικολόπουλο, τον Μιχάλη Μενιδιάτη και άλλους πολλούς).
Στο βιβλίο αυτό ο Μπαλαχούτης ασχολείται με τον σημαντικό τραγουδιστή του νεολαϊκού Δημήτρη Κοντογιάννη, μέλος στα σέβεντις της Ρεμπέτικης Κομπανίας, και πασίγνωστου βεβαίως για την παρουσία του σε ιστορικούς δίσκους του πιο νέου λαϊκού, από το τέλος της δεκαετίας του ’70 και του πρώτου μισού του ’80, σαν τους: «Η Εκδίκηση της Γυφτιάς», «Τα Δήθεν», «Οι Κυβερνήσεις Πέφτουνε μα η Αγάπη Μένει», «Παίξε Χρήστο Επειγόντως», «Όλοι Δικοί μας Είμαστε» κ.λπ.
Το βιβλίο αποτελείται από έξι βασικά μέρη, μαζί με επίλογο, δισκογραφία και section με φωτογραφίες. Κάθε μέρος εν τω μεταξύ αποτελείται από δύο τμήματα. Στο πρώτο ο Κ. Μπαλαχούτης περιγράφει σε αδρές γραμμές το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο, μαζί και το αισθητικό του λαϊκού τραγουδιού, κάθε επιμέρους εποχής, ενώ στο δεύτερο τμήμα (κάθε μέρους) είναι ο Δ. Κοντογιάννης εκείνος που αφηγείται τη ζωή του, σε σχέση με την καλλιτεχνική διαδρομή του, άλλα όχι μόνο.
Έτσι στο πρώτο μέρος έχουμε την δεκαετία του ’50, που συμπίπτει με τις πρώτα χρόνια της ζωής του καλλιτέχνη και τις πρώτες μουσικές εμπειρίες του Κοντογιάννη, που ήταν το δημοτικό τραγούδι – ο ίδιος είναι γεννημένος στη Δαύλεια της Βοιωτίας, στους πρόποδες του Παρνασσού και η βασική ασχολία του είναι η ξυλουργική.
Στο δεύτερο μέρος καταγράφεται το πρώτο μισό της δεκαετίας του ’60, όταν ο Κοντογιάννης είναι έφηβος, έχοντας πάντα το δημοτικό τραγούδι σαν παρακαταθήκη, εντρυφώντας παράλληλα στο ρεπερτόριο του Καζαντζίδη και του Περπινιάδη – λαϊκούς ερμηνευτές δηλαδή, που είχαν στη φλέβα τους (και) το δημοτικό.
Το τρίτο μέρος έχει να κάνει ουσιαστικά με τα χρόνια της δικτατορίας. Ο Κοντογιάννης είναι φαντάρος, και μέσω του στρατού (στη Μυτιλήνη βασικά) μπορεί και βάζει σε μια τροχιά την πιο σοβαρή έως τότε ενασχόλησή του με το τραγούδι.
Στο τέταρτο μέρος καλύπτεται η πορεία του Κοντογιάννη, μετά το στρατό, αλλά πριν την Μεταπολίτευση, όταν υπάρχει χούντα ακόμη. Ο Κοντογιάννης είναι βασικά ξυλουργός στα πάτρια, αλλά κάποια στιγμή αποφασίζει να έλθει στην Αθήνα, εκεί όπου μπλέκει πιο πολύ με τα καλλιτεχνικά (δίχως να αφήσει, στην αρχή τουλάχιστον, το βασικό επάγγελμά του). Οι πρώτες δουλειές στις μπουάτ της Πλάκας, το ’73, ο αδελφός του δημοσιογράφος Γιώργος Κοντογιάννης, ο ερευνητής Σπύρος Παπαϊωάννου, ο Μανώλης Δημητριανάκης, ο Βαγγέλης Μαρίνος κ.ά. – μια παρέα τέλος πάντων, που θα προσανατολίσει τον Κοντογιάννη περισσότερο προς το ρεμπέτικο (και όχι προς το δημοτικό ή το κλασικό λαϊκό).
Στο πέμπτο μέρος καταγράφεται το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70, που συμπίπτει με την πρώιμη μεταπολίτευση. Εδώ το πράγμα αρχίζει πλέον να σχηματοποιείται, καθότι παίρνει μπροστά η Ρεμπέτικη Κομπανία, ενώ ο Κοντογιάννης συνεργάζεται με τον Τσιτσάνη, στο Θεμέλιο της Πλάκας, πριν προκύψουν οι συνεργασίες με Ξυδάκη-Ρασούλη-Σαββόπουλο-Παπάζογλου και λοιπούς, που θα συγκεκριμενοποιούνταν πάνω στη «Γυφτιά» και τα «Δήθεν». Ο Κοντογιάννης στο τέλος της δεκαετίας του ’70 είναι πια ένας τραγουδιστής με το δικό του βάρος.
Το τελευταίο μέρος, το έκτο, περιγράφει τα χρόνια της μεγάλης δόξας του Δημήτρη Κοντογιάννη στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’80, φθάνοντας σιγά-σιγά έως και τις μέρες μας. Για μένα αυτό είναι το πιο ενδιαφέρον μέρος του βιβλίου (όχι πως τα άλλα είναι αδιάφορα – δεν εννοώ αυτό), επειδή συμπίπτει με μια πολιτισμική αλλαγή, που συνέβη τότε, σε σχέση με το (νεο)λαϊκό και το ρεμπέτικο, και στην οποία αλλαγή, που συμπίπτει και με την πολιτική αλλαγή του ’81, ο Κοντογιάννης ήταν ίσως ο πιο βασικός πρωταγωνιστής – αυτός τέλος πάντων που φαινόταν προς τα έξω. Η εικόνα της έκρηξης του λαϊκού, εκείνη την εποχή, δεν αντιπροσωπεύεται καλύτερα από τον Δημήτρη Κοντογιάννη. Πολλές οι πληροφορίες εδώ, που σίγουρα θα ενδιαφέρουν όχι μόνον τους επαΐοντες, αλλά και ευρύτερα.
Όπως το έγραψα και στην αρχή λοιπόν... ένα ενδιαφέρον και χρήσιμο βιβλίο από τον Κώστα Μπαλαχούτη.
Επαφή: https://ogdooshop.gr/%CE%92%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CE%B1/%CE%94%CE%B7%CE%BC%CE%AE%CF%84%CF%81%CE%B7%CF%82-%CE%9A%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%BF%CE%B3%CE%B9%CE%AC%CE%BD%CE%BD%CE%B7%CF%82-50-%CE%A7%CF%81%CF%8C%CE%BD%CE%B9%CE%B1-%CE%9B%CE%B1%CF%8A%CE%BA%CF%8C-%CE%A4%CF%81%CE%B1%CE%B3%CE%BF%CF%8D%CE%B4%CE%B9

Κυριακή 12 Μαΐου 2024

ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΕΤΡΙΔΗΣ, που έφυγε από τη ζωή λίγο πριν από το Πάσχα, ήταν ένας κορυφαίος τραγουδιστής της ελληνικής ποπ και του ροκ – μέλος των Blue Birds, των Idols και άλλων συγκροτημάτων, είχε ερμηνεύσει μεγάλες επιτυχίες

Αυτό το Πάσχα (5 Μαΐου) σημαδεύτηκε από το χαμό του μπασίστα, κιθαρίστα και τραγουδιστή των Socrates Αντώνη Τουρκογιώργη. Όμως, την ίδια μέρα θα μαθαίναμε και για τον θάνατο ενός ακόμη μεγάλου τραγουδιστή της ελληνικής ποπ και του ροκ, του Γιώργου Πετρίδη.
Υπάρχουν αρκετοί που πιστεύουν πως ο Πετρίδης δεν ήταν απλώς ένας από τους πρώτους πολύ σπουδαίους τραγουδιστές της ελληνικής ποπ, αλλά ταυτοχρόνως και ένας από τους μεγαλύτερους. Και δεν έχουν άδικο, υπό την έννοια πως ο Πετρίδης είχε κάνει «όνομα» πριν ακόμη και από τον Ντέμη Ρούσσο και σχεδόν ταυτόχρονα με τον Τάσο Παπασταμάτη.
Ο Γιώργιος Πετρίδης (στο κέντρο) με τους Idols
Τον Πετρίδη τον συναντάμε κατά πρώτον στους
Blue Birds, ένα νεανικό συγκρότημα από τον Πειραιά, το οποίο τον Οκτώβριο του 1965 κυκλοφορεί το δεύτερο 45άρι του με το φοβερό γκαράζ τραγούδι “Julie” (σύνθεση του Σωκράτη Αρδαβάνη). Το τραγούδι χρωστούσε πολλά στην ερμηνεία του Πετρίδη, με τα πολύ καλά για την εποχή αγγλικά, που με την πληθωρική φωνή του (αν και πιτσιρικάς ακόμη, μαθητής Γυμνασίου) δημιουργεί ένα από τα πρώτα σπουδαία τραγούδια της (αγγλόφωνης) ελληνικής ποπ.
Φυσικά θα έλεγε και άλλα ωραία τραγούδια με τους Blue Birds ο Πετρίδης, όπως τα “Just remember”, “Sweet Polly”, “Fancy”, “Waiting” (στα περισσότερα ήταν συνδημιουργός), ενώ θα ξέσκιζε και το “Out of time” των Rolling Stones, δίνοντας, για μιαν ακόμη φορά, μία υπέροχη ερμηνεία.
Αυτά όλα έως τον Φλεβάρη του 1967, γιατί εκείνον τον μήνα ο Πετρίδης θα αφήσει τους Blue Birds, για τους We Five, παίρνοντας τη θέση του Ντέμη Ρούσσου. Μάλιστα, οι We Five, με τον Πετρίδη ως τραγουδιστή, θα βρίσκονταν και στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, στις 17 Απριλίου 1967, παίζοντας σαπόρτ (μαζί με άλλους) στο live των Rolling Stones.
Μέσα στο 1967, και πάντως μέχρι το τέλος του καλοκαιριού, ο Πετρίδης θα περνούσε ακόμη από τους Σέττε Αμίτσι και τους Charms, για ένα φεγγάρι –πιθανώς να εμφανίστηκε με τους Σέττε Αμίτσι πριν πάει στους We Five και με τους Charms αφότου έφυγε από ’κείνους–, πριν καταλήξει στους Idols, τον Σεπτέμβριο εκείνης της χρονιάς. Και θα ήταν οι Idols το γκρουπ, μέσω του οποίου θα απογείωνε τη φήμη του ως τραγουδιστής, καθώς τα τρία 45άρια τους από το 1968, θα ήταν όλα επιτυχημένα. Τα δισκάκια αυτά ήταν τα:
1. You only live twice / I see the light – Pan-Vox PAN 6100 – 1968
2. Το τελευταίο μας πάρτυ (The last waltz) / Ξαφνικά μαγαπάς (Suddenly you love me) – Pan-Vox PAN 6105 – 1968
3. Τρικυμία στην καρδιά μου (La tempesta) / Να σε δω ξανά (The days go by) – Pan-Vox PAN 6128 – 1968
Οι επιτυχίες αναγνωρίζονται αμέσως. Λέμε για τα: «Το τελευταίο μας πάρτυ», διασκευή στο “The last waltz” (1967) που είχε πει ο Engelbert Humperdinck, «Ξαφνικά μ’ αγαπάς», διασκευή στο “Suddenly you love me” (που είχαν πει ο Ιταλός Riccardo Del Turco, οι Βρετανοί Tremeloes και ο Γαλλο-αμερικανός Joe Dassin) και βεβαίως για το «Τρικυμία στην καρδιά μου», δηλαδή τη διασκευή τους στο “La tempesta” του Βραζιλιάνου Roberto Carlos.
 
Η συνέχεια εδώ...
https://www.lifo.gr/culture/music/o-giorgos-petridis-itan-enas-koryfaios-tragoydistis-tis-ellinikis-pop-kai-toy-rok

Σάββατο 11 Μαΐου 2024

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΙΔΗΣ o κιθαρίστας των A Priori σε τρία προσωπικά άλμπουμ του

Κιθαρίστας από τη Θεσσαλονίκη και ιδρυτικό μέλος των A Priori (συμμετείχε στο γκρουπ από το 1976 έως το 1984 και άρα δεν εμφανίζεται στον μοναδικό δίσκο τους από το 1986), ο Δημήτρης Παναγιωτίδης τύπωσε μόνος του, εσχάτως, τρία CD, που συνοψίζουν τη δουλειά του (ως συνθέτης, κιθαρίστας κ.λπ.). Οι τίτλοι τους:
1. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΙΔΗΣ: Twilight [DP, 2024]
2. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΙΔΗΣ: Second Chance [DP, 2024]
3. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΙΔΗΣ: Οξύμωρον [DP, 2024]
Το πρώτο απ’ αυτά τα CD αποκαλείται “Twilight” και περιλαμβάνει έντεκα πρωτότυπες συνθέσεις βασικά και επί της ουσίας ορχηστρικές. Λέμε «βασικά και επί της ουσίας», επειδή κάπου-κάπου φθάνουν στ’ αυτιά σου και ορισμένες φωνές. Γράφει κάπου ο Παναγιωτίδης: «Μια συλλογή κομματιών, που, όπως ίσως είναι φανερό από τον τίτλο, αποτελεί την έκφραση μέσω της μουσικής των σκέψεων και συναισθημάτων που σε επισκέπτονται την ώρα του λυκόφωτος και γράφτηκαν σε ανάλογο ύφος μεταξύ 2022-23...». Άρα, εδώ έχουμε να κάνουμε με το πιο πρόσφατο συνθετικό υλικό του Παναγιωτίδη, που έχει αποτυπωθεί και ολοκληρωθεί, από τον ίδιο, σε κάθε διαδρομή του (από την σύλληψη έως και την υλοποίηση).
Στο δεύτερο CD, το “Second”, διαβάζουμε: «Ένα σύνολο από μουσικές συνθέσεις μου, που γεννήθηκαν μέσα στην αβεβαιότητα της περιόδου των lockdown, μεταξύ 2020-21». Συνεπώς εδώ έχουμε ένα λίγο παλαιότερο υλικό και πάλι διεκπεραιωμένο από τον ίδιο τον συνθέτη στον απόλυτο βαθμό.
Τέλος, στο τρίτο CD, το «Οξύμωρον», διαβάζουμε: «Δέκα συνθέσεις της περιόδου 2009-19, μετά από σχεδόν μια 25ετή απουσία από ενεργές μουσικές δραστηριότητες». Άρα εδώ καταγράφονται οι παλαιότερες συνθέσεις του Παναγιωτίδη, με τον ίδιο να χειρίζεται, όπως και στα προηγούμενα δύο άλμπουμ, όλα τα όργανα της ηχογράφησης.
Και τα τρία CD δεν έχουν συγκεκριμένο ύφος, καθώς αποτελούνται από μια σειρά από tracks, ενδιαφέροντα οπωσδήποτε, αλλά διαφορετικά μεταξύ τους, που πέφτουν το ένα μετά το άλλο, χωρίς κάποια σειρά, χωρίς ένα κόνσεπτ.
Αντιλαμβάνομαι την ανάγκη του Δ. Παναγιωτίδη να καταγράψει και να προωθήσει τη δουλειά του μετά από τόσα χρόνια, αλλά ο τρόπος που το κάνει δεν είναι ο αποδοτικότερος – και είναι κρίμα, γιατί και στα τρία CD υπάρχουν πολύ ενδιαφέροντα κομμάτια.
Κατ’ αρχάς τα tracks από CD σε CD δύσκολα ξεχωρίζουν επειδή είναι γραμμένα το ίδιο πάνω-κάτω διάστημα, με τα ίδια μηχανήματα, λογισμικά, όργανα κ.λπ. Είναι δηλαδή κάπως σαν να έχουμε ένα DVD-ήχου διάρκειας τριών ωρών. Σίγουρα μέσα απ’ αυτές τις τρεις ώρες θα μπορούσε να είχε προκύψει ένα μόνο CD, πολύ συγκεκριμένου ύφους, που να άγγιζε το «τέλειο», όμως τον Δ. Παναγιωτίδη δεν φαίνεται να τον ενδιέφερε τόσο αυτό, όσο το να αθροίσει τις συνθέσεις του, παλαιότερες και πιο καινούριες, σε όλες τις διαστάσεις τους.
Έτσι στο πρώτο CD, το “Twilight” μπορείς να συναντήσεις από synth music, groovy jazz, με ήχους hammond, φωνές, latin και ethnic αποχρώσεις (ήχους ακορντεόν), μέχρι smooth jazz με κιθάρες (αν και, πολλάκις, η δουλειά γίνεται στα πλήκτρα), electro-jazz, κιθαριστικό new age, progressive rock, funk, fusion κ.λπ. Όλα καλοπαιγμένα, από έναν μουσικό που έχει υπ’ όψη του όλο το φάσμα της ενοργάνωσης-ηχογράφησης-παραγωγής.

Στο δεύτερο CD, το “Second Chance”, το πράγμα, όπως είπαμε, δεν αλλάζει. Υπάρχει fusion, κομμάτια αργά, με έμφαση στη μελωδία, μα και πιο γρήγορα rock, συνεργασίες πλήκτρων και κιθαρών, keyboard jazz, πάντα ωραίες κιθαριστικές φρασεολογίες, κομμάτια μέσα στα οποία ανιχνεύονται ακόμη και bluesy στοιχεία, σκληρές κιθάρες με εφφέ, κομμάτια που μοιάζουν κάπως με acoustic (χωρίς στην πράξη να είναι, καθότι η ηλεκτρική κιθάρα είναι εκείνη που κυριαρχεί), funk βεβαίως κ.λπ.
Τα ίδια χοντρικά συμβαίνουν, από πλευράς ύφους και στο τρίτο CD του Δημήτρη Παναγιωτίδη, το «Οξύμωρον»... οπότε κλείνει κάπως ο κύκλος αυτών των δουλειών και κομματιών, εντός των οποίων εμφιλοχωρεί άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο η αυτοσχεδιαστική διάθεση – καθώς, όπως σημειώνει και ο ίδιος ο δημιουργός τους, «η μουσική δεν έχει νόημα χωρίς αυτοσχεδιασμό».
Το ενδιαφέρον του υλικού, που μας παρουσιάζει εδώ ο Δ. Παναγιωτίδης είναι δεδομένο. Για τα υπόλοιπα, δηλαδή για το πώς θα άξιζε αυτό να παρουσιαστεί, τα είπαμε και πιο πάνω...
Επαφή: https://www.facebook.com/dimitris.panagiotidis.167