Δευτέρα 31 Ιουλίου 2017

JEANNE MOREAU (1928-2017) – H Ζαν Μορό στην Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1965

Δεν ήταν η πρώτη φορά που η Ζαν Μορό θα ερχόταν στην Αθήνα, τον Οκτώβριο του 1965. Θα ήταν όμως η πρώτη, που θα ερχόταν για το γύρισμα μιας ταινίας, τον Ναύτη του Γιβραλτάρ του άγγλου σκηνοθέτη Τόνι Ρίτσαρντσον, με σενάριο δανεισμένο από τη νουβέλα τής Μαργκερίτ Ντυράς με τον ίδιο τίτλο.
Ζαν Μορό-Γιώργος Ζαμπέτας, φθινόπωρο '65
Όπως είχε γράψει και η εφημερίδα Ελευθερία, στο φύλλο της 22ας Οκτωβρίου 1965:
«Ο Όρσον Ουέλλες και η Ζαν Μορώ αναμένονται στην Αθήνα. Είναι οι πρωταγωνιστές της ταινίας Ο Ναύτης του Γιβραλτάρ του Τόνι Ρίτσαρντσον, που σκηνές της θα γυριστούν στην Ελλάδα και συγκεκριμένα σε ορισμένα νησιά του Αιγαίου. Υπολογίζεται ότι το γύρισμα αυτών των σκηνών θα διαρκέσει 20 μέρες. Την Ζαν Μορώ και τον Όρσον Ουέλλες θα συνοδεύουν οι ξένοι ηθοποιοί Ίαν Μπάνεν, Φάουστο Τότσι, και Μάσσιμο Σερκιέλι. Θα έρθει επίσης και ο διευθυντής φωτογραφίας του συνεργείου Ραούλ Κουτάρ. Στην ταινία θα παίξει και ο νέος έλλην ηθοποιός Θ. Ρουμπάνης.
Η Ζαν Μορώ έχει ξαναέλθει πριν από τρία χρόνια στην Ελλάδα, με την συνοδεία του διευθυντού του μεγάλου παρισινού οίκου ραπτικής Πιέρ Καρντέν. Είχε τότε πραγματοποιήσει μεγάλη κρουαζιέρα στα ελληνικά νησιά, όπου η παρουσία της μαζί με τον Πιέρ Καρντέν είχε απασχολήσει τις στήλες του διεθνούς Τύπου. Ο Όρσον Ουέλλες έρχεται στην Ελλάδα για πρώτη φορά».
Τα γυρίσματα της ταινίας τού Τόνι Ρίτσαρντσον ήταν περιπετειώδη, αφού κάποια στιγμή η Ζαν Μορό αρρώστησε, ενώ χαρακτηρίστηκαν και από τις διάφορες ερωτικές ιστορίες που συνέβησαν ή εξελίχθηκαν κατά τη διάρκειά τους.
Αυτά τα «σκάνδαλα» δεν περνούσαν ούτε τότε απαρατήρητα από τον Τύπο και για να φτάσει, μάλιστα, να τα σχολιάσει ακόμη και ο Γιάννης Μπακογιαννόπουλος στην κριτική του για την ταινία (5 Απριλίου 1967), και πάλι στην Ελευθερία, φανταστείτε τι έκταση είχαν πάρει…

Η συνέχεια εδώ…

ΜΙΚΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK 38

30/7/2017
Υπάρχουν κάτι περισπούδαστοι δήθεν-τάχα, που όταν τους ρωτάς τι μουσική ακούνε σού λένε αυτάρεσκα «κλασική». Γνώρισα χθες σ’ ένα μαγαζί ένα τέτοιο άτομο (μεγαλύτερός μου) και πιάσαμε λίγο την κουβέντα. Αφορμή κάτι βλακώδη ελληνικά ποπ, που έπαιζε η τηλεόραση (την οποία είχε ανοιχτή ο μαγαζάτορας σαν «παρέα»). Εντάξει, ο άνθρωπος (όχι ο μαγαζάτορας) δεν είχε καμμία επαφή με τη λαϊκή μουσική. Την κάθε είδους λαϊκή μουσική εννοώ.
Την τζαζ τη θεωρούσε κακόφωνη, το ροκ φτηνό, τα ελληνικά λαϊκά… αχαρακτήριστα και ακόμη, όταν άρχισα να του λέω κάτι περί Ξενάκη, Στοκχάουζεν κ.λπ., απλώς ξίνισε τα μούτρα του. Παρά ταύτα βρήκαμε ένα σημείο επαφής…
Με ρώτησε αν πήγαινα στο Μέγαρο, στις καλές εποχές του, του είπα «μόνο απ’ έξω», μου είπε πως ο Μάλερ είναι ο αγαπημένος του συνθέτης και με ρώτησε αν τον ξέρω και αν έχω ακούσει κάτι δικό του. Φυσικά, του είπα, έχω ακούσει Μάλερ και πως έχω, μάλιστα, το σάουντρακ από το «Θάνατο στη Βενετία» του Βισκόντι. Τον ρώτησα, αν έχει δει την ταινία, μου είπε «ναι» και πως του άρεσε πολύ. Τον ρώτησα ακόμη αν θυμάται το τέλος της, μου είπε «μέσες-άκρες ναι», και πριν χωρίσουμε του είπα πως είναι προτιμότερο να... πεθαίνεις ως αγαπών, παρά ως αγαπημένος.
Έφυγα και νομίζω πως τον άφησα να το σκέφτεται…

29/7/2017
Ελληνικό μουσικό περιοδικό για την country; Και όμως κάτι πήγε να γίνει εκεί προς το 1999, αλλά η προσπάθεια γρήγορα έμεινε από καύσιμα. Αυτό ήταν μάλλον το πρώτο τεύχος με τον θρύλο Keith Whitley στο εξώφυλλο.
Ο Whitley πέθανε από το ποτό στα 34 του, το 1989, και στο Νότο (των ΗΠΑ) τον έχουν κάπως σαν τον Jim Morrison, τον Hendrix κ.λπ. Στην Ελλάδα, φυσικά, τον ξέρουν… τρεις κι ο κούκος, όπως, εξάλλου, συμβαίνει και με τους περισσότερους καντρίστες.

28/7/2017
Η Karin Krog είναι η πιο μεγάλη τζαζ τραγουδίστρια, που βγήκε ποτέ από την Ευρώπη. Είναι κι άλλες, αλλά αυτή έχει απίστευτη δισκογραφία με μεγάλους τζάζμεν (Dexter Gordon, Archie Shepp, Warne Marsh κ.ά.) και φοβερά προσωπικά άλμπουμ.
Ακούστε εδώ, όσοι δεν το ξέρετε, για να σας φύγει το σκαλπ…

28/7/2017
Κορυφαίο σουηδικό γκρουπ. Το δεύτερο άλμπουμ τους είχε βγει μόνο στην Αμερική το 1969. Ελάχιστες ψυχεδελικές μπάντες (πέρα από Αμερική και Αγγλία) σέβομαι όσο τούτους...

27/7/2017
ΦΕΡΤΕ ΤΑ… ΠΑΡΤΕ ΤΑ…
Ρέμος-Ραμαζότι απόψε στο Νάμος στη Μύκονο, με 1000 ευρώ το κεφάλι για μπροστά-μπροστά, μόνο με παρέα 10 ατόμων (προσοχή: άμα μαζευτείτε πέντε θα πληρώσετε από 2 χιλιάρικα το κεφάλι!). Για τους φτηνιάρηδες… πισινούς έχει και καλύτερες τιμές, αλλά κάτω από 3 κατοστάρικα το κεφάλι δεν πέφτει. Μαζί και τα ξύδια… Φαΐ δε βλέπω… Φάτε απ’ το σπίτι…

27/7/2017
Η Καθημερινή ονειρεύεται ημέρες Ιουλίου ’64 από την ανάποδη –αλλά δεν της βγαίνει– όταν δεξιοί, ακροδεξιοί και παρακρατικοί (που είχαν αντιμετωπιστεί ως τεντυμπόυδες!) είχαν εισβάλει στη Βουλή (στο προαύλιο και στο κτήριο) φωνάζοντας συνθήματα εναντίον του Γέρου και υπέρ του Καραμανλή (που τότε ήταν στο Παρίσι), πλακώνοντας συγχρόνως στο ξύλο βουλευτές του Κέντρου.

26/7/2107
ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΝ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΠΑΤΙΡΗΔΕΣ...
Κάποιοι αηδίασαν τις προάλλες από την επίσκεψη του ζεύγους Ρουβά στον πρόεδρο της δημοκρατίας. Πάντα, όμως, υπάρχουν και χειρότερα 
>>U2's Bono Meets French President Macron & First Lady to Discuss Poverty<<

26/1/2017
Οι ανακοινώσεις της ΝΔ για οτιδήποτε… για το Ρουβίκωνα, για την έξοδο στις αγορές, για τη δικαιοσύνη, για ό,τι να ’ναι, συγκαταλέγονται μεταξύ των πιο γελοίων κειμένων, που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο. Για τον πολύ απλό λόγο πως περνιούνται για «σοβαρά», από ’κείνους που τα συντάσσουν.

26/1/2017
Παλιά τις ψευτοειδήσεις, τα fake news όπως τα λένε, τα άκουγες μόνο την Πρωταπριλιά, ή σε τίποτα επιθεωρήσεις. Τώρα τα διαβάζεις παντού. Το ότι κάποιοι βγάζουν λεφτά, στο δίκτυο, επιχειρώντας να κοροϊδέψουν όσους περισσότερους μπορούν είναι πιο ανέντιμο και επικίνδυνο και από το «νερό του Καματερού».
Λουκέτα μόνο.

25/7/2017 
Αυτή η ιστορία με τα… κουλούρια και τα βατράχια έχει ξεφύγει πλέον. Ό,τι μαλακία περάσει από το μυαλό τού καθενός τη γράφει, χωρίς οποιαδήποτε ευθύνη, καλυπτόμενος, δήθεν-τάχα, πίσω από το… κάνω πλάκα.
Δεν υπάρχει πλάκα, όταν διασπείρεις ψέματα, οδηγώντας αφελείς ή και… κουτοπόνηρους να τα πιστέψουν. Υπάρχει δόλος, πίσω από τον οποίο κρύβονται «προσωπικά» οφέλη, απαξίωση ΜΜΕ, χλεύη προς δημοσιογράφους κ.λπ.
Εγώ δε χαίρομαι, επειδή αναμετέδωσαν τις αηδίες του «επιδόματος για τα σφραγίσματα» η Athens Voice, η iefimerida, ο ΣΚΑΪ και άλλα διάφορα φιλελέδικα σάιτ ή κανάλια. Και δε χαίρομαι, επειδή κάποια άλλη στιγμή μπορεί να την πατήσουν και άλλα Μέσα, που δεν είναι φιλελέδικα και στέκονται πιο κοντά στις δικές μου απόψεις.
 Δεν ξέρω πώς μπορεί να εκλείψει από το ίντερνετ αυτή η ιστορία, που βεβαίως έχει έρθει απ’ έξω. Δύσκολο… 
Προσωπικά, φτύνω τέτοια "χιουμοριστικά" σάιτ απ’ όπου κι αν προέρχονται.

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΧΥΤΗΡΗΣ έγκατα

Δεν ξέρω αν είναι πολύ γνωστός στην Ελλάδα ο ντράμερ Στέφανος Χυτήρης. Ο Χυτήρης (γιος της Μαρίας Φαραντούρη και του Τηλέμαχου Χυτήρη) κινείται, βασικά στην Αμερική και από ’κει προέρχεται και η πιο πρόσφατη δουλειά του, ένα διπλό βινύλιο υπό τον τίτλοEgata(2016), ηχογραφημένο στο στούντιο Oktaven Audio της Νέας Υόρκης (για το label sina17records). Η τζαζ του Χυτήρη και του σχήματος που τον συνοδεύει ανήκει στο free-improv στυλ κι έχει οπωσδήποτε ενδιαφέρον.
Συνοδοιπόροι του Χυτήρη σ’ αυτή την εγγραφή είναι οι Ingrid Laubrock σαξόφωνα (γερμανίδα σαξοφωνίστρια με δυνατή πορεία σε ετικέτες όπως οι Candid, Intakt, Emanem, Clean Feed κ.λπ.), Joe Moffett τρομπέτα (και αυτός αναγνωρισμένος Αμερικανός με συμμετοχές σε σχήματα και προσωπική δισκογραφία), Rema Hasumi πιάνο (ιαπωνίδα πιανίστα/βοκαλίστα, που ανεβαίνει τα τελευταία χρόνια), Todd Neufeld κιθάρα (κι αυτός αυτοσχεδιαστής από τη Νέα Υόρκη, που έχει παίξει ηχογραφήσει με Lee Konitz, Gerald Cleaver, Samuel Blaser, Aaron Parks, Christian Wolff κ.ά.), Lester St. Louis τσέλο και Pascal Niggenkemper μπάσο (επίσης με δισκογραφία και συμμετοχή σε πολλούς σχηματισμούς). Όλοι αυτοί, μαζί με τον Στέφανο Χυτήρη ντραμς, παρουσιάζουν τα δώδεκα κομμάτια “Styx I-XII”, χαραγμένα στις τέσσερις πλευρές των βινυλίων (τρία ανά πλευρά).
Όπως είπαμε και πιο πάνω η jazz του Χυτήρη ανήκει στο free-improv ιδίωμα – αν και είναι με μέτρο εικονοκλαστική. Εννοώ πως παρότι χωράει πολύ αυτοσχεδιασμός εδώ, το αποτέλεσμα είναι κάπως οριοθετημένο και σφόδρα υπαινικτικό. Όλα τα όργανα μοιάζει να παίζουν «κολλημένα» σε συγκεκριμένες περιοχές, κοντά σ’ αυτή του… γρυλίσματος και των σύντομων διακεκομμένων φράσεων, με μικρές και συντονισμένες εξάρσεις, δίχως, πάντα, και πάντως, να αποβλέπουν σε κάποια δημοφιλή πρακτική.
Χωρίς η μουσική του Χυτήρη και των συνεργατών του να έχει την… κατολισθητική και θορυβώδη εξέλιξη τού κλασικού seventies free-improv (της FMP π.χ.) δρα μ’ έναν άλλο υποδόριο και υπαινικτικό τρόπο ούσα το ίδιο σοβαρή.

Κυριακή 30 Ιουλίου 2017

BRIAN LANDRUS ORCHESTRA γενιές

Στο δισκορυχείον έχουμε γράψει για τα περισσότερα από τα άλμπουμ τού Brian Landrus, ξεκινώντας από το πρώτο του, το “Forward” [Cadence Jazz, 2009], και φθάνοντας μέχρι το… προτελευταίο του, το The Deep Below” [BlueLand] πρόπερσι. (Χτυπάει όποιος ενδιαφέρεται τις σχετικές keywords στο google και βρίσκει τα ανάλογα κείμενα). Τώρα, ένα καινούριο CD έρχεται να προστεθεί στη δισκογραφία τού σημαντικότατου αυτού σύγχρονου (ας τον πούμε έτσι) σαξοφωνίστα-κλαρινίστα (βαρύτονο, μπάσο κλαρίνο), ένα CD, που… και χοντρικώς και ειδικώς διαφέρει απ’ ό,τι προηγούμενο.
Το Generations [BlueLand Records, 2017] είναι κατ’ αρχάς ένα άλμπουμ για μεγάλη ορχήστρα – την Brian Landrus Orchestra, η οποία αριθμεί πάνω από 20 μέλη (φυσικά μέλος της είναι και ο ίδιος ο Landrus, ενώ διευθυντής της είναι ο JC Sanford). Η ορχήστρα αποδίδει συνθέσεις του Landrus, ο οποίος, εκτός από το να συμμετέχει σ’ αυτήν, έχει επιμεληθεί και τις ενορχηστρώσεις. “Generations” γιατί; Κατ’ αρχάς, επειδή υπάρχουν επιρροές από διαφορετικές γενιές μουσικών-παραγωγών, τους οποίους σέβεται και υπολήπτεται ο Landrus. Στις επιρροές αυτές μπορεί εύκολα να διακρίνει κάποιος τον Duke Ellington και λιγότερο ίσως τον Berry Gordy της Motown, τον Gerry Mulligan φυσικά και λιγότερο τους Pink Floyd κ.ο.κ. Υπάρχει λοιπόν ένα σύμπλεγμα αναφορών, φανερών και λιγότερο φανερών, που δίνουν ταυτότητα στο ακρόαμα. “Generations” επειδή –όπως ο ίδιος ο Landrus εξηγεί– υπάρχουν κομμάτια αφιερωμένα ή εμπνευσμένα από διαφορετικά μέλη της οικογένειάς του (φερ’ ειπείν το “The warrior” είναι αφιερωμένο στον πατέρα του, ενώ το “Ruby” είναι γραμμένο για την κόρη του). Τέλος “Generations”, καθότι εδώ ακούγονται διαφορετικές γενιές μουσικών, από τον 77χρονο ντράμερ Billy Hart και τον 61χρονο κοντραμπασίστα Jay Anderson, μέχρι τον 38χρονο Landrus ή και ακόμη μικρότερους.
Πώς «κάθονται» όλα αυτά; Τέλεια, θα λέγαμε.
Το “Jeru Concerto” με τα τέσσερα movements και το ένα ιντερλούδιο, παίρνει ονομασία από τον πνευματικό πατέρα του Brian Landrus, τον θρύλο Gerry Mulligan. Πρόκειται για την πιο κλασικότροπη σύνθεση τού άλμπουμ, με αναφορές άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο σαφείς όχι μόνο στον Duke, μα ακόμη και στον Στραβίνσκι. Ρυθμικά, επίσης, υπάρχει μεγάλη ελευθερία, καθώς στο τέταρτο movement μπορεί ν’ ανιχνευτούν ακόμη και ελαφρές funky δομές, ενώ και μελωδικά η σύνθεση στέκει πολύ ψηλά, με το βαρύτονο (του Landrus) να… μάχεται συνεχώς. Το 3λεπτο “Orchids” είναι καταπληκτικό και σαν σύνθεση βγάζει μια πνευματικότητα (που δεν οφείλεται μόνο στην άρπα της Brandee Younger και στα vibes του Joe Locke). Η 9λεπτη “The warrior” είναι μια λυρική σύνθεση, με τα βασικά σολιστικά όργανα, το βιμπράφωνο, το βιολί, την τρομπέτα και το βαρύτονο σαξόφωνο να εκτελούν άψογα το πρόγραμμά τους, με το 3λεπτο “Arrow in the night” να επενδύει επίσης στη βαθιά μελωδία. Το “Arise” έχει «ντανσικές» αναφορές. Έτσι, πάνω σ’ ένα άριστα διαμορφωμένο groove πατάει σύσσωμη η ορχήστρα σουινγκάροντας με τρέλα. Το “Human nature” το προδίδει, ίσως, και ο τίτλος του. Τα φλάουτα έχουν, εδώ, πρωτεύοντα ρόλο, με τα strings να δημιουργούν το απαραίτητο «χαλί», προκειμένου να αναπτυχθεί αυτή η ελαφρώς exotica σύνθεση. Το “Ruby” θα έλεγα πως ξεχωρίζει για την ενορχήστρωσή του, με το έσχατο 9λεπτο “Every time I dream” να σε κερδίζει λόγω μελωδίας και ρυθμικής ακολουθίας. Ωραίο κομμάτι.
Δεν ξέρω αν το “Generations” είναι το καλύτερο έως σήμερα άλμπουμ του Brian Landrus, σίγουρα είναι όμως, ένα ακόμη καίριο ψηφιδωτό στη δισκογραφία ενός μουσικού, που κοιτάει... μπροστά και πίσω με την ίδια πάντα αγωνία και το ίδιο πάθος.
Επαφή: www.brianlandrus.com
  

Σάββατο 29 Ιουλίου 2017

η ΕΛΕΝΑ ΝΑΘΑΝΑΗΛ ξανθιά(!), σε μια παράξενη και σπάνια φωτογράφιση

«Ένα καινούριο πρόσωπο. Μια πραγματική μεταμόρφωση. Η Έλενα Ναθαναήλ έκρυψε, με μια ξανθή σγουρή περούκα, τα μαύρα σαν “του κοράκου το φτερό” μακριά, ίσια, μαλλιά της. Το μακιγιάζ προσαρμόστηκε αναλόγως. Έγινε πιο ανάλαφρο, πιο διάφανο. Κι όλα άλλαξαν. Τα τεράστια μάτια με το βαθύ ερωτικό βλέμμα κέρδισαν μια έκφραση ανυπεράσπιστης τρυφερότητας. Το τέλειο ωχρό οβάλ σαν να έμεινε στη σκιά, σαν να έσβησε, για να αφήσει να φανεί η εξ ίσου τέλεια γραμμή του λαιμού. Το φιλήδονο τόξο των χειλιών μισάνοιξε σε μια υποψία χαμόγελου, γεμάτου απορία. Μια γυναίκα-κούκλα, μια γυναίκα-παιδί ανακαλύπτει τους θησαυρούς του κόσμου. Ανακαλύπτει τη δύναμή της…».
ΕΙΚΟΝΕΣ #618, Παρασκευή 5 Ιουλίου 1968, Φωτογραφίες: Ι. Σκουρογιάννη
Η επανάσταση που έφερνε η hippy κουλτούρα και στο ντύσιμο, στα τέλη του ’60, δεν θα μπορούσε ν’ αφήσει ανεπηρέαστες και τις ηθοποιούς (πόσω μάλλον τις ηθοποιούς), που πρωταγωνιστώντας σε θέατρο, σινεμά και έντυπα (και στην τηλεόραση – αν και ήταν κάπως νωρίς ακόμη) συνέτειναν στην εξάπλωση της νέας μόδας, δημιουργώντας σύγχρονα μοντέρνα πρότυπα.
Πέραν αυτού τού γενικού, υπήρχε οπωσδήποτε και η εσωτερική ανάγκη για έναν κάποιο πειραματισμό, καθότι, να μην το ξεχνάμε αυτό, αναφερόμαστε, βασικά, στους νέους και τις νέες της εποχής. Όσες ηθοποιοί ήθελαν, δηλαδή, θα μπορούσαν ν’ αλλάξουν την εικόνα τους, μέσα από μια φωτογράφιση ή ένα ρόλο, δοκιμάζοντας καινούριους δρόμους και μετρώντας, ενδεχομένως, κρίσεις και αντιδράσεις.
Η Έλενα Ναθαναήλ ήταν πολύ νέα το 1968. Μόλις 21 ετών. Είχε ήδη, βέβαια, μια καριέρα πίσω της, κυρίως στον κινηματογράφο, που την είχε αναδείξει σε είδωλο, αλλά αυτό δεν την εμπόδιζε να δοκιμάζει συνεχώς καινούρια πράγματα. Και από πλευράς ρόλων και γενικότερα. Έτσι, και για τη συγκεκριμένη φωτογράφιση, με τα ρούχα του Γιάννη Τσεκλένη, είχε τις απόψεις της:
«Μου ζήτησαν μερικές φωτογραφίες για κάποιο μεγάλο ξένο περιοδικό. Στο στούντιο συνάντησα την Έφη Μελά (σ.σ. η μούσα του Γιάννη Τσεκλένη) και τις περούκες της. Το καλύτερο επί τόσα χρόνια φωτομοντέλο της Αθήνας διαθέτει μια πλουσιότατη συλλογή.  Για να γελάσουμε διάλεξα αυτή την ξανθή, την ελαφρώς χίππυ. Μου είπαν ό,τι μου πάει… Αυτό ήταν όλο».

Η συνέχεια εδώ…

ΛΑΜΠΡΟΣ ΖΑΦΕΙΡΟΠΟΥΛΟΣ – ΚΩΣΤΗΣ ΔΡΥΓΙΑΝΑΚΗΣ split LP με ηλεκτρονικά και άλλα στοιχεία

Το «λ/κ» [Hxoi Kato Apo To Spiti, 2017] είναι ένα split LP, το οποίο ανήκει, ανά πλευρά, σε δύο πειραματιστές. Στον νεότερο Λάμπρο Ζαφειρόπουλο (η πλευρά λ) και στον παλαιότερο Κωστή Δρυγιανάκη (η πλευρά κ). Το άλμπουμ, που περιέχει και ένθετο, είναι κομμένο σε 330 αντίτυπα και είναι τυπωμένο σε βινύλιο 180 γραμμαρίων. Πρόκειται, δηλαδή, για μια στιβαρή έκδοση, που περιέχει το ίδιο στιβαρές και δυναμικές μουσικές, με προφίλ όχι κατ’ ανάγκην εικονοκλαστικό και «δύσκολο».
Η πλευρά του Ζαφειρόπουλου είναι ένα track. Ένα track, που αποδίδεται από συγκρότημα –έστω και άτυπο και ανεξαρτήτως αν βρέθηκαν ή όχι όλοι οι μουσικοί να ηχογραφούν μαζί– αφού εδώ ακούμε τρομπέτα, κλαρίνο, κιθάρα, ακορντεόν, feedbacks από το Σπύρο Χαρμάνη, φωνές (ένα νανούρισμα στο τέλος) και βεβαίως «όλα τα υπόλοιπα» από τον ίδιο τον Ζαφειρόπουλο (στα «υπόλοιπα» να βάλουμε οπωσδήποτε τα ηλεκτρονικά, τη διαχείριση των field recordings, την επεξεργασία τους και ό,τι άλλο…). Το άκουσμα έχει ενδιαφέρον, που ξεπερνάει τα όρια τού… σκληρού πειραματισμού, καθώς δεν είναι αυτοαναφορικό και ανατροφοδοτούμενο, διαθέτοντας σαφή αφηγηματικά στοιχεία – που μπορεί να μη «λένε» κάποια συγκεκριμένη ιστορία, έχουν όμως μια ροή, η οποία παρακολουθείται με άνεση. Θα μπορούσε να μιλήσει κάποιος, ίσως πιο πεζά, για ένα είδος πειραματικού rock, με στοιχεία jazz, ηλεκτρονικά, kraut, ambient κ.λπ., καθώς η σύνθεση του Ζαφειρόπουλου δεν φείδεται τέτοιων προσανατολισμών. Απεναντίας, όσο κυλάει στο χρόνο, αυτό το experimental rock εγώ-θα-το-πω άκουσμα, αποκτά ακόμη πιο σαφή χαρακτηριστικά, χωρίς ποτέ να απομακρύνεται από τον υπαινιγμό και το πείραμα.
Στην περίπτωση του Δρυγιανάκη τώρα (πλευρά κ) τα πράγματα δεν είναι και τόσο απλά, χωρίς πάντως να έχουμε και κάτι τελείως διαφορετικό ως «πνεύμα» (είπαμε “split”, αλλά θα πρέπει να τηρούνται και κάποια minimum όρια κι ένα αρχικό πλαίσιο, που, εδώ, τηρούνται και-με-το-παραπάνω). Εξάλλου, είναι κι εκείνο που αναφέρει ο ίδιος ο Δρυγιανάκης στο ένθετο… πως ό,τι ακούμε «δημιουργήθηκε στο διάστημα από τον Νοέμβρη του 2016 έως τον Γενάρη του 2017 εμπνευσμένο από την δουλειά του Λάμπρου Ζαφειρόπουλου». Έτσι κι εδώ ο Δρυγιανάκης έχει τη στήριξη μιας ομάδας, την οποίαν αποτελούν πρόσωπα που χειρίζονται ηχογραφήσεις (υπάρχει προηχογραφημένο υλικό δηλαδή), «κανονικοί» μουσικοί που παίζουν τρομπέτα, μπάσο, μπάλαφον και κρουστά, ο ίδιος ο Ζαφειρόπουλος συμμετέχει στα ηλεκτρονικά, με τον Δρυγιανάκη να «διευθύνει» και να είναι υπεύθυνος για όλα τα υπόλοιπα. Έτσι λοιπόν η πλευρά «κ» μπορεί να μην έχει τη «ροκ αντίληψη» τής «λ», διατηρεί όμως κι εκείνη, στην αρχή της, ένα έντονο αλλά abstract ηλεκτρονικό κλίμα, το οποίο χαμηλώνει στην πορεία, καθώς θόρυβοι, φωνές και άλλες συμβολές αποκτούν «ίσα δικαιώματα». Κάπου το μπάσο του Καλτή (συνεργάτης του Δρυγιανάκη από τα χρόνια της Οπτικής Μουσικής), κάπου μια «επικίνδυνη ηρεμία», κάπου η τρομπέτα της Ζάρδα… όλα προετοιμάζουν το τελευταίο, ας το πούμε έτσι, μέρος του «κ», που έχει ανεβασμένο volume, διατηρώντας μια συνεχή ηλεκτρονική (ή και κάπως ηλεκτροστατική) ροή, που «σπάει» από φωνές, ήχους (ραδιόφωνα) και άλλους διάφορους θορύβους. Άκουσμα, που συμπληρώνει σε κάθε περίπτωση την ηχοθήκη του βολιώτη πειραματιστή.

Παρασκευή 28 Ιουλίου 2017

οι modal4 είναι επηρεασμένοι από τις μουσικές της Ανατολικής Μεσογείου

Οι modal4 είναι ένα καινούριο ελληνικό σχήμα, που έχει τώρα έτοιμο το πρώτο φερώνυμο CD του [Fishbowl, 2017], και που αποτελείται από τους Ευγένιο Βούλγαρη γιαλί-τανμπούρ ή τοξωτό τανμπούρ όπως το λένε, Θάνο Γκουντάνο άταστη κιθάρα, Παύλο Σπυρόπουλο κοντραμπάσο και Δημήτρη Τασούδη τύμπανα. Οι μουσικοί δεν είναι πρωτοφανέρωτοι βεβαίως. Όλοι τους έχουν παρουσία-πορεία σε προγενέστερα σχήματα, με κάποια εκ των οποίων μπορεί και να συνεργάζονται ακόμη. Ο Βούλγαρης είναι δεξιοτέχνης στο γιαλί-τανμπούρ κι έχει εμφανιστεί με τους Ross Daly, Χρίστο Τσιαμούλη, Νίκο Κυπουργό, Νότη Μαυρουδή κ.ά., ο Γκουντάνος έχει βρεθεί με BAiLdSA, Λωξάντρα, Ευανθία Ρεμπούτσικα κ.ά., ο Σπυρόπουλος έχει περάσει από τον Λαβύρινθο, έχοντας βρεθεί δίπλα στους Χάρη Λαμπράκη, Σωκράτη Σινόπουλο κ.ά., ενώ και ο Τασούδης είναι γνωστός από την παρουσία του στους Magnanimus Trio, Yeden, Prefabricated Quartet κ.λπ. Άρα… τέσσερις μουσικοί με κατατεθειμένα διαπιστευτήρια στο χώρο στον οποίο απλώνεται η παράδοση των μουσικών της Ανατολικής Μεσογείου, επιχειρώντας να «συνομιλήσει» (η συγκεκριμένη παράδοση) με κάποια νεότερα ακούσματα. Απ’ αυτή την πλευρά τούτο το πρώτο άλμπουμ των modal4 θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως world, με το… δεύτερο συνθετικό να παίζει. Το λέμε, γιατί το… world-jazz π.χ. αφήνει πολλά πράγματα απ’ έξω, όταν ακόμη και οι ποικίλες, και ωραία σπαρμένες, αναφορές δεν παραπέμπουν σε κάτι περισσότερο σαφές. Κάτι, που καταγράφεται στα «υπέρ» των modal4 και όχι στα «κατά». Και εξηγούμαι…
Το συγκρότημα τόσο στις δικές του συνθέσεις (συνθέσεις των μελών του εννοώ, υπάρχει κι ένα κομμάτι του Αντώνη Απέργη), όσο και στις διασκευές (παραδοσιακά από Τουρκία, Αζερμπαϊτζάν, Περσία, Πόντος) ακολουθεί ένα δικό του τρόπο/δρόμο. Κατ’ αρχάς από πλευράς οργάνων έχουμε το γιαλί-τανμπούρ, που είναι ένα όργανο της Ανατολής και που θα φέρει το κύριο μελωδικό βάρος, αλλά από ’κει και πέρα έχουμε την κιθάρα (που ως άταστη έχει καλύτερη «επικοινωνία» με το τανμπούρ) και ακόμη ένα κάπως… τζαζ ρυθμικό τμήμα (με κοντραμπάσο και πλήρες ντραμ-σετ). Αυτό σημαίνει πως ρυθμικά οι modal4 είναι ανεβασμένοι και αν κάποιος στήσει αυτί και προσπαθήσει ν’ ακούσει μόνο το rhythm section φερ’ ειπείν θ’ αντιληφθεί πολλά και διάφορα «περάσματα», που δεν έχουν σχέση μόνο με τις μουσικές της Ανατολικής Μεσογείου, μα ακόμη και με το rock. Το αυτό και για την κιθάρα, που έχει ρόλο πολυποίκιλο και πολύπλοκο στην εγγραφή – και να παράξει δικά της ηχοχρώματα, και να κινηθεί ρυθμικά, και να φτιάξει εισαγωγές, και να διανύσει μελωδικά μέρη. Φυσικά το γιαλί-τανμπούρ έχει τη μερίδα του λέοντος, εδώ, και είναι λογικό, καθώς οι συνθέσεις που παρουσιάζονται στο “modal4” CD είναι ό,τι αποκαλούμε (έτσι χοντρικώς και ασαφώς) μουσικές-της-ανατολής, με το… ειδικότερο πάντως κλίμα να αφήνει πίσω του και μια κάπως πιο περιπετειώδη διάσταση – στα μεγαλύτερα σε διάρκεια tracks του άλμπουμ (τα 7λεπτα “Lament” και “Lullaby”).
Συγκρότημα διαβασμένο, που ξέρει τι θέλει. Αυτό είναι το modal4.

Πέμπτη 27 Ιουλίου 2017

MAMA LUMA ηλεκτρικός αυτοσχεδιασμός από τη Θεσσαλονίκη

Οι Mama Luma δεν είναι καινούριοι. Υπάρχουν από το 2011, έχοντας ηχογραφήσει κι ένα LP, το “Splendid”, το 2014. Τι είναι οι Mama Luma; Ένα δημιουργικότατο συγκρότημα ηλεκτρικού αυτοσχεδιασμού, απ’ αυτά που ξέρει να δίνει η Θεσσαλονίκη μέσα στα χρόνια. Μέλη των Mama Luma είναι οι Χρήστος Γερμένογλου ντραμς (γνωστός από διάφορα σχήματα, όπως τα Act Up Trio, Basenezmen, Freecall, Musica Lontana, συνεργασίες με Σάκη Παπαδημητρίου κ.λπ.), Παύλος Παυλίδης άλτο σαξόφωνο, Χάρης Αγορίτσας τενόρο σαξόφωνο, κιθάρες και Ηλίας Φυλλαρίδης πιάνο.
Το πλαίσιο που κινούνται οι Mama Luma στην πιο πρόσφατη κασέτα τους, που έχει ως τίτλο το όνομά τους [Krapps Tapes / Noise Below, 2017], είναι… ελεύθερο. Το συγκρότημα παίζει με φανερή εικονοκλαστική διάθεση, δίχως, όμως, η μουσική που παράγει ν’ ακούγεται… χωρίς σκοπό. Είναι πολύ καλά «οργανωμένη», μέσα στην ελευθερία της, καθώς τα ιλιγγιώδη ομαδικά παιξίματα (σε φάση seventies FMP και eighties και nineties), συνυπάρχουν με πιο χαμηλού volume αντιπαραθέσεις-συνυπάρξεις, δίχως ποτέ να τίθεται σε κίνδυνο η ροή και η συνέχεια μιας διάθεσης. Υπάρχει, εννοώ, ένταση και πάθος, που εξωτερικεύονται εντυπωσιακά, μαζί με μια ενδο-επικοινωνιακή σιγουριά που καταλήγει και ολοκληρώνεται στο τελευταίο κομμάτι της β πλευράς, έναν 9λεπτο σχεδόν αυτοσχεδιαστικό ορυμαγδό, με αστείρευτα αποθέματα οργανοπαικτικής ενέργειας. Εξαιρετικοί!

Τετάρτη 26 Ιουλίου 2017

ΔΙΕΘΝΕΣ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΤΖΑΖ ΚΑΙ ΑΥΤΟΣΧΕΔΙΑΖΟΜΕΝΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ του ΔΗΜΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Ψάχνω στοιχεία για το Διεθνές Φεστιβάλ Τζαζ και Αυτοσχεδιαζόμενης Μουσικής του Δήμου Θεσσαλονίκης, που ξεκίνησε το 1984 και έφθασε μέχρι το 1997(?).
Πρέπει να έγιναν δέκα και όχι δεκατέσσερις διοργανώσεις με φοβερές παρουσίες-συναυλίες. Ας πούμε στο 4ο (1988), το πρόγραμμα του οποίου βλέπετε, είχε παίξει ο Pharoah Sanders!
Έχω και το πρόγραμμα της 6ης διοργάνωσης, από το 1991, που την είχα παρακολουθήσει επίσης, με Rova Saxophone Quartet, Τοshinori Kondo I.M.A. Band, Μεγάλη Ελλάς Trio, Simeon Sterev’s Quartet ‘Focus’, Evan Parker, Henry Lowther Quintet με John Taylor και άλλα εξαιρετικά ονόματα!

η ΝΑΝΣΥ ΚΟΥΓΙΟΥΦΑ ερμηνεύει Satie

Δεν είμαι ο κατάλληλος να γράψω για ένα (ελληνικό) πιανιστικό CD με έργα του Erik Satie, αλλά λίγα λόγια θα τα πω. Κατ’ αρχάς ας υπάρχει κι εδώ ένα σύντομο βιογραφικό τής πιανίστριας Νάνσυ Κουγιούφα, το οποίο βρήκα στο δίκτυο:
«Η Νάνσυ Κουγιούφα γεννήθηκε το 1967 στην Αθήνα. Ξεκίνησε σε ηλικία τεσσάρων ετών τη μουσική της εκπαίδευση. Ολοκλήρωσε τις σπουδές της στο πιάνο με άριστα και παρακολούθησε ανώτερα θεωρητικά. Καθηγητές της ήταν η Μαίρη Χάλαρη και η Ιφιγένεια Παπαδογιάννη του Εθνικού Ωδείου Αθηνών. Παρακολούθησε  σεμινάρια εκτέλεσης πιάνου με τους Julian και Konstantin Ganev από την Βουλγαρία. Η ενασχόλησή της με την εικαστική τέχνη ως ιδιοκτήτρια γκαλερί σύγχρονης τέχνης (Ε31 Gallery) και επιμελήτρια εκθέσεων την ώθησε να ασχοληθεί με το έργο του Erik Satie. Δουλεύει ως ελεύθερος επαγγελματίας μουσικός».
Η Κουγιούφα αποδίδει στο The Early Piano Works of Erik Satie [ΕΜΣΕ, 2016] τέσσερα πρώιμα και πάντα κλασικά έργα του Satie. Τις τέσσερις Ogives, τις τρεις Sarabandes, τις τρεις Gymnopedies και τις επτά Gnosiennes. Τα έργα, αν και πρώιμα, εμφανίζουν τόσο κοινά, όσο και διαφορετικά χαρακτηριστικά της πιανιστικής δημιουργίας του Satie
Στις Ogives κυριαρχεί ένα απόκοσμο και κάπως τελετουργικό στοιχείο. Οι νότες πέφτουν αργά, με μικρά διαστήματα σιωπής, υπαγορεύοντας κλίμα. Τι κλίμα; Κάποιας θρησκευτικότητας. Στις Sarabandes οι διαφορές στην απόδοση δεν είναι πολλές, όμως το ακρόαμα γίνεται μετρημένα ευφρόσυνο. Σαν κάποιος/κάτι να εμποδίζει τον πιανίστα (εδώ την πιανίστρια) να εκφραστεί πληθωρικά. Ένας απολύτως ελεγχόμενος ρομαντισμός; Ίσως. Στις Gymnopedies, επίσης, οι νότες πέφτουν αργά, με τις μελωδίες να απλώνονται στο χρόνο. Το ότι κάποιοι θα ανακαλέσουν, εδώ, πιανιστικά έργα τού Philip Glass δεν είναι τυχαίο… Τέλος, στις Gnosiennes ο Satie δημιουργεί 7 πιανιστικά κομμάτια, που ακούγονται «μοντέρνα» ακόμη και σήμερα. Παράξενες αρμονίες, και πολύ «προσωπική» δουλειά, εδώ, από τον ερμηνευτή (ερμηνεύτρια).
Το CD της Νάνσυς Κουγιούφα, με τις συνθέσεις του Satie, είναι ό,τι πρέπει για να καθαρίσει το αυτί σου απ’ οτιδήποτε μπορεί να το βασανίζει… μέσα, γύρω ή πέρα από τη μουσική.

Τρίτη 25 Ιουλίου 2017

ΜΙΚΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK 37

25/7/2017
ΓΡΑΦΟΝΤΑΣ ΓΙΑ ΣΙΝΕΜΑ…
Δεν μ’ ενδιαφέρει ο κινηματογράφος από το 2000 και μετά – παρότι μπορεί να έχω δει και κάτι που να έχει νόημα (έναν Χάνεκε ή έναν Μπέλα Ταρ) στη χάση και στη φέξη. Και φυσικά ούτε λόγος να γίνεται για τον… τηλεοπτικό κινηματογράφο (τις ξένες σειρές εννοώ). Η ζωή είναι μικρή και δεν έχουμε χρόνο ν’ ασχολούμαστε με τα πάντα. Ούτε υπάρχει κανένας λόγος πια, για να ριψοκινδυνεύουμε επιλογές. Τους νεότερους σκηνοθέτες ας τους ανακαλύψουν οι νεότεροι θεατές κι ας γράψουν εκείνοι γι’ αυτούς. Μπας και πείσουν κι εμάς δηλαδή, όπως μας έπειθαν εκείνοι που διαβάζαμε όταν ήμασταν μικροί… 
Εγώ θέλω να γράφω γι’ αυτά που κατόρθωσα να δω στα νιάτα μου, και τα οποία μ’ αρέσει να τα ξαναβλέπω… και να τα ξαναβλέπω… Για Αντονιόνι, Φελίνι, Παζολίνι, Τζων Μπούρμαν, Ουόλτερ Χιλ, παλιό Αγγελόπουλο, Πολάνσκι, Λίντσεϊ Άντερσον, Λόουζι, Όρσον, cult movies, αληθινά παράξενες ταινίες (σαν την «Κλεψύδρα» του Βόιτσεκ Χας ή το «Μαλπερτουί» του Χάρι Κούμελ), υποτιμημένο ελληνικό σινεμά και άλλα διάφορα.
Ο νεότερος κινηματογράφος τέλειωσε για μένα σ’ αυτή την ταινία – και χαίρομαι γιατί «έκλεισα» ως seeker θεατής μ’ ένα βλάσφημο αριστούργημα πάνω στην αλλαγή του αιώνα…

25/7/2017
Κάτι σχετικό με το βιβλίο του Βαρουφάκη, για να ξεμπερδεύω.
Κατ’ αρχάς φαίνεται πως οι εφημερίδες (και όχι το ίντερνετ), όσο και αν τις φτύνουν κάποιοι, κανονίζουν ακόμη την επικαιρότητα. Έπρεπε να γράψουν πρώτα 2-3 κυριακάτικες για το βιβλίο του Γιάνη (που κυκλοφορεί στ’ αγγλικά εδώ και κάτι μήνες), ώστε ν’ αρχίσει να γίνεται της τρελής στο διαδίκτυο.
Έπειτα, το να ψευτοδιαβάζει κάποιος μια παράγραφο τη μια μέρα και να το κάνει θέμα, το να ψευτοδιαβάζει ένας άλλος μιαν άλλη παράγραφο την επόμενη μέρα και να το ξανακάνει θέμα είναι εντελώς γελοίο. Έτσι θα μας πάει το καλοκαίρι; Ας το διαβάσει επιτέλους κάποιος ολόκληρο κι ας κάνει μια συνολική κριτική, για να τελειώνουμε…
Εγώ, πάντως, μέχρι να κυκλοφορήσει ΚΑΙ σε ΒίΠΕΡ δεν πρόκειται ν’ ασχοληθώ μαζί του. Έχω άλλα να (ξανα)διαβάσω…

24/7/2017
Στενοχωριέμαι όταν πεθαίνουν παλιοί ποδοσφαιριστές –και Έλληνες και ξένοι– περισσότερο και απ' όταν πεθαίνουν καλλιτέχνες. Πρώτα αγάπησα το ποδόσφαιρο και μετά όλα τ’ άλλα. Και οι πρώτοι ήρωές μου ήταν ποδοσφαιριστές (δεν ήταν ούτε ο Σαββόπουλος, ούτε ο Άκης Πάνου). Οι παλιοί ποδοσφαιριστές είναι μάλιστα οι πιο αδικημένοι, γιατί η τέχνη τους δεν είναι καταγραμμένη (πουθενά).
Ακούς ένα τραγούδι του Βαμβακάρη από τη δεκαετία του ’30 και μένεις. Το ίδιο και με τους ηθοποιούς. Βλέπεις μια ταινία του Λογοθετίδη από το ’50 και αντιλαμβάνεσαι «τι παίζει». Τι γίνεται όμως με το Νεστορίδη, το Λουκανίδη, τον Ηλία Υφαντή (για τον οποίο είχε γραφτεί κι ένα φοβερό ποίημα από τον Άρη Δικταίο) και τόσους άλλους από το ’70 και πίσω;
Διάβασα για το Θανάση Μπέμπη, που πέθανε χθες, πως ήταν πολύ μεγάλος παίκτης. Με φοβερό κοντρόλ, κατεβασιά, τρίπλα κ.λπ. Δυστυχώς δεν υπάρχει τίποτα για να δεις από την τέχνη του. Κάτι ξεθωριασμένες φωτογραφίες μόνο ή μερικές άλλες σεμνά επεξεργασμένες. Καμμία φάση, κανένα γκολ.
Αδικία… Παντοτινή… Και δίχως τέλος…

24/7/2017
Η Ζωή Φυτούση, που πέθανε χθες, και είχε μεγάλη φωνή, θα μπορούσε να είχε σβήσει από το λαϊκό πάλκο ακόμη και τη Ρίτα Σακελλαρίου. Αυτό δεν είδα να το γράψει κανένας. Όλοι μείνανε στα γνωστά και χιλιοδιαβασμένα περί Χατζιδάκι, Ξαρχάκου κ.λπ. Ok… Καλά ήταν κι αυτά…
Το «Σαφώς στο δήλωσα σαφώς» του μεγάλου Κώστα Ψυχογιού το θυμάμαι από τα μέσα του ’70, καθώς το άκουγες συνέχεια τότε από τους πειρατές και τα τζουκ-μποξ. Κι είχε κι ένα στίχο μέσα, που... κάτι έλεγε.
«Ψηλά δε φτάνει μόνο ο αητός / μα γλείψε-γλείψε φτάνει και το σαλιγκάρι»

23/7/2017
ΣΤΗ ΓΙΑΝΝΑ ΜΕΣΩ ΓΙΑΝΗ
Δεν προχωράει με τίποτα… Από τη ΜΙΑ μεριά το "βίπερ" του Βαρουφάκη, κατά την ηλίθια διατύπωση των Συριζαίων (αν κυκλοφορούσε σε βίπερ θα το τιμούσα και θα το αγόραζα!), από την ΑΛΛΗ το καινούριο τραγουδάκι της Μόνικας, που προκαλεί μειδιάματα, από την ΠΙΟ ΑΛΛΗ η ζέστη και οι πηγμένες θάλασσες… Φυλακή…
Ας ανοίξω λίγο το ερκοντίσιον κι ας ρίξω ένα δροσερό ποπάκι…

23/7/2017 
Ρε την κακομοίρα την Radioactive να την πετάξουν από το discogs!!
Τράβα βρες το τώρα αυτό το beat/mod/garage διαμάντι από την Αυστραλία του '66, που το είχα αγοράσει από τον Πάνο (Σόλωνος & Μασσαλίας) με 4 ευρώ…

22/7/2017
>>Και συνεχίζει ο κ. Βαρουφάκης στο βιβλίο του: «Εκείνη τη στιγμή ο Αλέξης μού εκμυστηρεύθηκε κάτι που δεν περίμενα. Μου είπε ότι φοβόταν να μην πάμε στου Γουδή, αν επιμέναμε [...] Μετά υπαινίχθηκε ότι ετοιμαζόταν κάτι σαν πραξικόπημα και ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο Στουρνάρας και οι μυστικές υπηρεσίες ήταν σε συναγερμό.»<< 
Να μια ωραία ιδέα για εξεταστική!!
(Πάκης, Στουρνάρας, βαθύ κράτος... όλοι αυτοί κόντρα στο 62%)

22/7/2017 
Η γελοιότητα της δεξιάς να ζητάει κάθε λίγο και λιγάκι εξεταστική για τον Βαρουφάκη, τον Λαφαζάνη, τους Συριζαίους του πρώτου εξαμήνου του 2015 γενικά, δεν έχει προηγούμενο. Προσωπικά πιστεύω πως δεν θα το κάνει, όταν και άμα έρθει στην εξουσία, ακόμη κι αν βγει αυτοδύναμη, όμως δεν παύει αυτή η τακτική να είναι εκνευριστική.
Η δεξιά έχει στο αίμα της το «ανήκομεν εις την Δύσιν», μ’ έναν παλαιόθεν ξενόδουλο και υποτελή τρόπο και κάθε τι που μπορεί να τορπιλίσει αυτή τη σχέση την κάνει να τρέμει. Συνέρχεται, γρήγορα όμως, γιατί κατ’ ουσίαν ξέρει πως κανείς δεν έχει τα κότσια να πάει ουσιαστικά κόντρα σ’ αυτές τις… μεγάλες και «στρατηγικές» επιλογές. Ούτε το σημερινό ΚΚΕ φυσικά – το οποίον, και λόγω της τακτικής του ("5 κόμματα-2 πολιτικές"), το έχει γραμμένο πατόκορφα. 

22/7/2017 
Έμαθα από φίλους πως το discogs δεν κάνει πλέον δεκτές, προς πώληση, ορισμένες «πειρατικές» εκδόσεις βινυλίων και CD. Συγκεκριμένα των βρετανικών εταιρειών επανεκδόσεων Radioactive, Phoenix Records, Bamboo και δεν ξέρω ποιών άλλων ακόμη. Τι παίζει, στη βάση του, δεν είναι εύκολο να το μάθεις. Το λέω, επειδή «πειρατικές» επανεκδόσεις κυκλοφορούν από τα early eighties και πολλές απ’ αυτές είναι ακόμη απείραχτες στο discogs (για παράδειγμα εκείνες της Psycho) ή τα άπειρα «πειρατικά» από τα late 80s με τα λευκά (συνήθως) labels, που εξακολουθούν να πουλιούνται κανονικά. Απείραχτη είναι ακόμη η Akarma, η Timeless και άλλες… περίεργες εταιρείες επανεκδόσεων – ακόμη και γιαπωνέζικες. Κάποιοι δεν πληρώνουν δικαιώματα και τους την πέφτουν, ενώ για κάποιους άλλους δεν τρέχει τίποτα.
Αν πάντως φύγουν όλα τα unofficials από το discogs δεν ξέρω τελικά, από πλευράς επανεκδόσεων, τι θα απομείνει τελικά…

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΥΣΤΑΚΙΔΗΣ Amerika

Γνωστός από πολλά και διαφορετικά μέτωπα (Λοξή Φάλαγγα-Παπάζογλου, Λαϊκεδέλικα-Θ. Παπακωνσταντίνου, συμμετοχές σε δίσκους άλλων, προσωπική δισκογραφία κ.λπ.), ο Δημήτρης Μυστακίδης έχει έτοιμο καινούριο άλμπουμ, που αποκαλείται Amerika [Fishbowl Music Tank, 2017] και στο οποίο διασκευάζει, για κιθάρα, αμερικάνικα ρεμπέτικα γραμμένα στο Νέο Κόσμο τις πρώτες δεκαετίες του περασμένου αιώνα. Τα τραγούδια αυτά είναι γνωστά από τις εκτελέσεις των Γιώργου Κατσαρού, Χαρίλαου Πιπεράκη, Αχιλλέα Πούλου, Κώστα Δούσα κ.ά., όμως ο Μυστακίδης τα πειράζει και στιχουργικά, αλλά κυρίως παικτικά – και αυτό είναι το ενδιαφέρον στο CD του. Το γεγονός ότι εδώ έχουμε αληθινές διασκευές, εννοώ, που υπόκεινται μάλιστα και σ’ ένα σκεπτικό. Να αναδειχθούν οι μελωδίες των σκοπών των τραγουδιών αυτών μέσω των ιδιαιτέρων κάθε φορά κουρδισμάτων και του αναλόγου finger-picking. Κάπως έτσι τα ρεμπέτικα των «Αμερικάνων» ακούγονται περισσότερο κοντά στα μαύρα blues ή τη λευκή country (ορισμένες φορές αυτά τα δύο στυλ, στην Αμερική του ’20 και του ’30, ήταν δύσκολο να τα ξεχωρίσεις), ενώ σε όλους θα θυμίσουν τις σχετικές αυθεντικές ηχογραφήσεις του Κώστα Μπέζου (Α. Κωστής), που ήταν γνωστές και στην Ελλάδα την ίδιαν εποχή.
Η προσέγγιση του Μυστακίδη, δηλαδή, έχει από τη μια μεριά κάτι το αρχαϊκό (καθώς μιλάμε για εκτελέσεις με φωνή και κιθάρα μόνο), ενώ από την άλλη διατηρεί στοιχεία μιας ιδιάζουσας νεωτερικότητας, καθώς συνάδει με την ανάγκη για «επιστροφή στο παλιό», το οποίο (παλιό) επανέρχεται στο τώρα με φόρα και με δύναμη (βλέπε τις σχετικές ρεμπέτικες εκδόσεις του εξωτερικού κ.λπ.). Περαιτέρω, τα αμερικάνικα ρεμπέτικα αφορούσαν στα πρώτα κύματα των μεταναστών στις ΗΠΑ και βρίθουν κοινωνικών και άλλων εθιμικών περιγραφών, δείχνοντας πως το θέμα «μετανάστευση» πέραν των ειδικότερων συνθηκών και εποχών, πάντα θα διατηρεί ορισμένα σταθερά και αναλλοίωτα χαρακτηριστικά.
Όλα αυτά φαίνονται και αναδεικνύονται με το παραπάνω στις διασκευές του Μυστακίδη, οι οποίες, όλες μαζί, δημιουργούν ένα σύνολο που επιβάλλεται με την τέχνη και το ήθος του, δείχνοντάς μας και κάτι ακόμη. Πόσο ασήμαντο φαίνεται το σημερινό βιωματικό άσμα, μπροστά σ’ αυτά τα παμπάλαια αριστουργήματα.
Πολύ καλό άλμπουμ.

Δευτέρα 24 Ιουλίου 2017

οι BΕΑTLES στην Ελλάδα, τέτοιες μέρες πριν 50 χρόνια, τον Ιούλιο του 1967

Να σημειώσουμε κάτι από την αρχή. Όταν μιλάμε για τους Beatles μιλάμε για το μεγαλύτερο και πιο σημαντικό νεανικό συγκρότημα, πέραν από εποχές και στυλ, που άλλαξε δια παντός το ποπ τραγούδι, διαμορφώνοντας συγχρόνως νέα και ισχυρά πρότυπα. Άρα, οποιαδήποτε κουβέντα σχετική με τους Beatles δε γίνεται να χάνει ποτέ την αξία της. Συνεχίζουμε…
Ένα ερώτημα σχετικό με τα Σκαθάρια, που πλανιέται ελαφρώς, είναι το αν θα μπορούσε να είχαν παίζει ποτέ live στην Αθήνα. Χρονικά, κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί μόνο στην ευρωπαϊκή περιοδεία τους, το καλοκαίρι του 1965, όταν είχαν εμφανιστεί σε Γαλλία, Ισπανία και Ιταλία, φθάνοντας μέχρι το Μιλάνο, τη Γένοβα και τη Ρώμη τον Ιούνιο εκείνης της χρονιάς. Ποτέ άλλοτε. Μα και τότε ήταν αδύνατον. Το καλοκαίρι του ’65 ήταν ένα ταραγμένο καλοκαίρι για την Ελλάδα (Ιουλιανά, πριν και μετά) και μια τέτοια συναυλία ήταν πρακτικώς αδύνατον να συμβεί και για διαφόρους άλλους λόγους (τεχνικούς, οικονομικούς-budget κ.λπ.). Ίσως μόνο το κράτος θα μπορούσε να κάνει τη διαφορά, άμα τους προσκαλούσε, ξέρω ’γω, στο Φεστιβάλ Αθηνών. Όμως το Φεστιβάλ Αθηνών ήταν, τότε, πολύ συντηρητικό για τέτοια πράγματα, καθώς και με το ρίξιμο της ιδέας μόνο οι επαΐοντες θα έβγαζαν σπυριά…
Παρά ταύτα, στην καλύτερη, και πιο ιστορική πια, φάση της διαδρομής τους, σχεδόν αμέσως μετά την κυκλοφορία του θρυλικού LP “Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band”, οι Beatles θα βρίσκονταν στην Ελλάδα, το τελευταίο δεκαήμερο του Ιουλίου 1967, για διακοπές – και βεβαίως η παρουσία τους δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη από τα μέσα, τον Τύπο και τον κόσμο, μιαν εποχή όπου οι Beatles ήταν δημοφιλέστεροι και από το... Χριστό.
Paul McCartney και John Lennon στου Παπάγου, τον Ιούλη του '67 (πηγή: Μοντέρνοι Ρυθμοί #86)
Ένα άλλο ερώτημα, που το θέτουν ορισμένοι, έχει να κάνει με το γεγονός της παρουσίας ενός τόσο δημοφιλούς και «έξαλλου» νεανικού συγκροτήματος στη χώρα, το πρώτο καλοκαίρι της δικτατορίας. Πώς και επετράπη, εν πάση περιπτώσει, η παρουσία των Beatles εκείνη τη στιγμή στην Ελλάδα – όταν λίγες ημέρες πριν το πραξικόπημα είχαν γίνει οι γνωστές φασαρίες στο γήπεδο του Παναθηναϊκού, στη συναυλία των Rolling Stones; Βασικά… δεν έτρεχε τίποτα!
Οι Beatles είχαν την άδεια των αρχών για πλήρη ελευθερία κινήσεων, τόσο οδικώς όσο και στη θάλασσα, με τον τότε ΕΟΤ να τους ακολουθεί κατά πόδας, καθώς η τουριστική αξιοποίηση του γεγονότος –μέσα στο πλαίσιο και τις δυνατότητες της εποχής– ήταν προφανής. Το καθεστώς, εξάλλου, δεν θα μπορούσε να αρνηθεί για πολλούς λόγους μια τέτοια εκ Δυσμών «υψηλή» επίσκεψη, όταν μάλιστα δεν περίσσευαν και οι κινήσεις «καλής θελήσεως» προς το εξωτερικό. Οι άδειες εδόθησαν και οι Beatles ήρθαν!

Η συνέχεια εδώ…

Κυριακή 23 Ιουλίου 2017

ΣΤΑΘΗΣ ΝΤΟΒΑΣ ένας νέος τραγουδοποιός, που περισσότερο υπόσχεται…

Ο Στάθης Ντόβας είναι ένας νέος τραγουδοποιός, που έχει τώρα τον πρώτο μεγάλο δίσκο του σε κυκλοφορία. Το άλμπουμ λέγεται «Νέα Γένια» [B-otherSide Records / Mr Vinylios, 2017], είναι κομμένο σε 150 κόπιες (συν ένθετο με στίχους + CD), με τον Ντόβα να εμφανίζεται πολύ επηρεασμένος από τον πρώιμο Νικόλα Άσιμο ή έστω τον Άσιμο γενικώς. Η επιρροή αυτή είναι σε μεγάλο βαθμό δυναστευτική, με αποτέλεσμα να καταπλακώνεται η τραγουδοποιία τού Ντόβα σε βαθμό υπερβολικό.
Ο Ντόβας θέλει να γράψει τραγούδι με κοινωνικοπολιτικό στίχο, πράγμα καθόλου εύκολο. Έχει τη διάθεση δηλαδή να ξεφύγει από το σύνηθες τέλμα της ερωτικής μπαλάντας, ας πούμε, θέλοντας να εκφράσει κάτι άλλο – και τούτο είναι κατ’ αρχάς θετικό. Το παλεύει, αλλά χρειάζεται πολύ πιο μεγάλη προσπάθεια για να φτάσει στο επιθυμητό, υψηλό, αποτέλεσμα.
Τα τραγούδια του Ντόβα, τα περισσότερα τουλάχιστον, έχουν έλλειμμα καλών μελωδιών – και χωρίς καλές μελωδίες ένα τραγούδι θα μείνει πίσω. Υπάρχει ένα aggressive ύφος, επιθετικό στο λόγο (ακόμη και όταν ο λόγος έχει κατεύθυνση… προς τα μέσα), το οποίο σκεπάζει τα τραγούδια. Ο στίχος πάλι, ενώ θέλει να πει πράγματα (και σωστά πράγματα) κάπου χάνεται. Χρειάζεται λεκτικό και νοηματικό ξεκαθάρισμα ασυζητητί. Κάπου δεν δένουν όλα αυτά που ακούω, εννοώ, ώστε να προκύψει ένα τραγούδι που να μένει στη μνήμη. Μοιάζει κάπως με… κατολίσθηση η τραγουδοποιία τού Ντόβα. Θα περάσει και από τα κατάλληλα μέτρα, αλλά βασικά θ’ ακολουθήσει μια πορεία τυχαίου. Δεν ξέρω πόση ελευθερία χωράει στα συγκεκριμένα κομμάτια, τα οποία, εγώ θα το πω, τ’ ακούω παραπάνω απ’ όσο χρειάζεται… ελεύθερα. Αυτή η ελευθερία δεν βοηθάει στο τραγούδι. Θέλει πολύ ισχυρά κότσια για να κάτσει κάτι τέτοιο, κάτι που το έχουμε συναντήσει μόνο στην αλλοδαπή, σε άλμπουμ loner folk καλλιτεχνών.
Η τραγουδοποιία του Ντόβα δεν είναι αδιάφορη – να το ξεκαθαρίσουμε αυτό. Εγώ π.χ. βλέπω/ακούω στη δεύτερη κυρίως πλευρά… χωράφι εν δυνάμει εύφορο, που θέλει όμως προσοχή στο σπόρο που θα πέσει μέσα. Υπάρχουν κομμάτια θέλω να πω, όπως το «Νόμισμα» (τραγούδι) και το «Νανούρισμα» (ορχηστρικό), που έχουν αληθινό ενδιαφέρον και αυτό δεν κρύβεται. 
Επίσης μιαν ακόμη παρατήρηση σχετίζεται με την (λιτή) ενοργάνωση των τραγουδιών. Στα τραγούδια τού Ντόβα ταιριάζει περισσότερο το πιάνο, παρά η κιθάρα. Το πιάνο τα βοηθάει να ξεχωρίσουν από τις βασικές αναφορές τους, δίνοντάς τους μια πιο ολοκληρωμένη μορφή. Και στα δύο κομμάτια που ξεχώρισα πιο πάνω το πιάνο κυριαρχεί – δεν είναι τυχαίο.
Χρειαζόμαστε τραγουδοποιούς με τη διάθεση τού Στάθη Ντόβα – δεν το συζητώ. Δεν ξέρω αν του έχει πέσει μικρό ή μεγαλύτερο λαχείο, εκείνο που ξέρω είναι πως πρέπει το πράγμα να το παιδέψει περισσότερο. Οφείλει να το κάνει. Προσωπικά, θα τον περιμένω…

Σάββατο 22 Ιουλίου 2017

WE.OWN.THE.SKY ελληνικό κιθαριστικό ροκ παιγμένο με σύνεση

Ελληνικό συγκρότημα που υπάρχει από το ’10 και μετά, οι We.Own.The.Sky έχουν τώρα την πρώτη κυκλοφορία τους σε βινύλιο –ένα LP 300 αντιτύπων, περιέχον 4σέλιδο ένθετο, υπό τον τίτλοEarths Collide[Labyrinth of Thoughts/ Ikaros Records, 2017]– καθώς είχε προηγηθεί ένα demo από το 2011 κι ένα CD/EP από το 2013. Μέλη του γκρουπ είναι οι Ηλίας Κόκκοτος Ανδρέου κιθάρες, Κώστας Διακάκης κιθάρες, Αλέξης Στουραΐτης κιθάρες, Δημήτρης Κωνσταντακόπουλος μπάσο και Μανώλης Γιαννίκιος ντραμς, σαμπλ, προγραμματισμός… και όπως μόλις τώρα όλοι αντιλαμβάνονται οι We.Own.The.Sky είναι ένα κιθαριστικό ροκ σχήμα – που δεν κάνει όμως κιθαριστική κατάχρηση. Και εξηγούμαι…
Η μπάντα επιχειρεί να παίξει γνήσιο κιθαριστικό ροκ, επενδύοντας σχεδόν εξ ίσου στα σκληρά και αδιαπέραστα passages από τη μια μεριά και σ’ έναν μελωδισμό, οργανωμένο μέσα από χαμηλούς τόνους από την άλλη, καταφέρνοντάς τα εξ ίσου καλά και στα δύο. Ιδίως στο δεύτερο θα έλεγα, που αποτελεί, ενδεχομένως, κι ένα θέμα προς… εξακρίβωση. Το κατά πόσον δηλαδή τα σχήματα αυτού του είδους (πείτε το και… post-rock, αν αυτός σας λέει κάτι περισσότερο) μπορούν να ανταπεξέλθουν και σε κάπως πιο «έντεχνες» καταστάσεις. Οι We.Own.The.Sky, λοιπόν, τα καταφέρνουν μια χαρά σε κομμάτια όπως το “Muzzle” και το “Penny for your thoughts” (πάντα από την πρώτη πλευρά του LP τους), δείχνοντας πως είναι ένα instro σχήμα καθόλου προβλέψιμο και εν μέρει συναρπαστικό. Πολύ καλό, επίσης, το “22 hallo”, με την ακουστική εισαγωγή και την ήπια και χαλαρή ανάπτυξη, που μάς κάνει γνωστή/φανερή και μια περίπου ambient διάσταση των συνθέσεων του γκρουπ.
Στη δεύτερη πλευρά το μοτίβο δεν αλλάζει. Απλώς τα κομμάτια εδώ είναι τρία –άρα και μεγαλύτερης διάρκειας– με τους We.Own.The.Sky να επωμίζονται κι ένα… βάρος σχετικό με τη διαχείριση του χρόνου. Στο “Parasitic” γράφουν σε μέσο τέμπο, με στιβαρά επαναληπτικά riffs (από τη μια κιθάρα) και με ωραία σολιστική παρουσία της δεύτερης, που απλώνεται πάνω σ’ ένα σταθερό ρυθμικό σχήμα. Η μικρότερη διάρκεια, νομίζω, πως θα το έκανε πιο μεστό. Και στο “Yodatrainschewbacca”, όμως, τα βασικά χαρακτηριστικά των We.Own.The.Sky είναι παρόντα και σαφή –με το κομμάτι, εδώ, να κατακρατεί και κάποια στοιχεία χαμηλού και πάντα μελωδικού stoner– με το “Retrospect”, που κλείνει πλευρά και LP, να στέκεται ακόμη πιο κοντά σ’ αυτό το ήπιου προφίλ... αισθητικό ροκ.