Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2014

INGRID SCHMOLINER προετοιμάζοντας το πιάνο

Το όνομα τής Ingrid Schmoliner αναφέρθηκε μόλις το προηγούμενο Σάββατο με αφορμή το άλμπουμ “PARAphore” των Para, ενός avant σχήματος το οποίο αποτελούν υπενθυμίζω (πλην της Schmoliner) η Έλενα Κακαλιάγκου και ο Thomas Stempkowski. Τώρα, ένα προσωπικό LP της αυστριακής πιανίστα έρχεται να μας απασχολήσει, ένα LP για προετοιμασμένο πιάνο αποτελούμενο από έξι συνθέσεις – τρεις ανά πλευρά. (Να πω, με την ευκαιρία, πως οι vinyl-issues ξανακαλύπτουν σιγά-σιγά κ α ι το τοπίο της σύγχρονης ηχητικής γκάμας, με τα «δύσκολα» long plays να παρατάσσονται, πια, δίπλα στις πιο δημοφιλείς και εμπορικές κυκλοφορίες).
Το “Kарлицы Cюита” [Corvo, 2014] –δεν γνωρίζω ποια μπορεί να είναι η αναγκαιότητα του κυριλλικού τίτλου– ανοίγει με το 5λεπτο “Stampa”, ένα ρυθμικό track, που ακούγεται κάπως σαν δοκιμαστικό των CAN (“Mother sky” και τα λοιπά). Είναι άξιον απορίας –πάντα οι ήχοι που προέρχονται από ένα prepared piano θα είναι άξιοι απορίας– με ποιον ακριβώς τρόπο η Schmoliner δημιουργεί αυτήν την αίσθηση του «καμπανωτού» μπάσου και κυρίως πώς κατορθώνει να αναπαραστήσει ένα τοιούτο rhythm section (μπάσο-ντραμς) μόνο με το πιάνο της. Το 8λεπτο “Grul” μοιάζει κάπως… παραμυθένιο. Σαν soundtrack ενός παραμυθιού για μεγάλους, πάντως, καθότι υπάρχει εντός του και μιαν αίσθηση ιεροτελεστίας. Ναι, είναι οι… καμπάνες που σκάνε από παντού και οι οποίες, με τις συμβολές τους, δημιουργούν αυτήν την κάπως «μυστική» ατμόσφαιρα. Στο επίσης 8λεπτο “Balaena mysticetus” η Schmoliner μάς μεταφέρει στους… μακρινούς ωκεανούς, σ’ ένα περιβάλλον στο οποίο ζει η φάλαινα… Balaena mysticetus. Ό,τι ακούμε –ένα κάπως υπόκωφο σύστημα… βόμβων και αναδράσεων (όλα από το πιάνο προέρχονται)– έχει συμβεί προφανώς για να κινητοποιήσει, στο μέτρο του δυνατού, οικολογικώς. Το κάπως aggressive και θορυβωδώς εκστατικό “Baba Jaga” υποτίθεται πως εκφράζει κάτι από το… απολλώνιο σκότος τής φερώνυμης θεότητας των αλπικών ορέων. Αλλά γιατί «υποτίθεται» και γιατί «κάτι»; Η δομή του κομματιού είναι τέτοια, ώστε να επιτρέπει την μετατροπή της υπόθεσης σε βεβαιότητα. Το 12λεπτο “Teadin” είναι το μοναδικό κομμάτι του άλμπουμ στο οποίο εκτός από το πιάνο, χρησιμοποιείται και e-bow. Σε κανένα άλλο track δεν υπάρχει ηλεκτρονική επεξεργασία ή παρέμβαση, ούτε overdubs, αφού όλα τα κομμάτια είναι γραμμένα σε πραγματικό χρόνο. Εδώ, λοιπόν, η ηλεκτρονική-ambient επέκταση είναι προφανής, όπως προφανής είναι και η οριοθέτηση ενός χώρου, στον οποίον κυριαρχεί το… αέναον μέσω της εκφραστικής λιτότητας. Το έσχατο “Zampamuatta” είναι μία επιστροφή στο “Stampa” (το lead track του LP). Η αρχική ρυθμική γραμμή υποσκάπτεται από διαρκή θορυβώδη («εσωτερικά» του πιάνου) patterns, απαιτητικής, φρονώ, «προετοιμασίας».
Το γεγονός ότι το “Kарлицы Cюита” κλείνει (σχεδόν) με τον τρόπο που ανοίγει σημαίνει πως η Schmoliner είχε κάτι πολύ συγκεκριμένο στο νου της, έναν «κύκλο» τον οποίο εξύφανε με τρόπο απολύτως προσωπικό και, οπωσδήποτε, αισθητικώς αυτάρκη. Τι ακριβώς ήταν/συμβόλιζε αυτός ο «κύκλος» μένει, ίσως, να διευκρινιστεί… αν και, πιθανώς, να μην είναι αυτό το σημαντικότερο…
Επαφή: www.corvorecords.de

Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2014

ΣΑΚΗΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ η ποίηση των δίσκων

Αν γινόταν λόγος για έναν μουσικό που ηχογραφεί ανελλιπώς τα τελευταία 50 χρόνια δεν ξεχνάμε, εννοείται, πως ο Σάκης Παπαδημητρίου είναι και μουσικός, τότε θα το γιορτάζαμε αλλιώς. Κάποιοι, δηλαδή, θα εύρισκαν την αφορμή για να γράψουν και να ξαναγράψουν, υπενθυμίζοντάς μας όλα εκείνα που… δεν θα είχαμε αναγκαστικώς ξεχάσει. Παρότι κάτι τέτοιο συμβαίνει κυρίως με τα λεγόμενα «ποπ είδωλα» δεν θα ήταν άστοχο αν λέγαμε πως και τα… λιγότερο «ποπ είδωλα» έχουν κι αυτά τα ιωβηλαία τους. Με τους συγγραφείς, όμως, δεν φαίνεται να συμβαίνει το ίδιο. Τα «χρυσά γενέθλιά» τους είναι αλήθεια πως περνάνε λιγάκι στο ντούκου. Και ίσως καλύτερα. Ο συγγραφέας, από τη φύση του, από τον τρόπο που δουλεύει, από το πώς επιχειρεί να κάνει γνωστό το έργο του αφού το ολοκληρώσει, φαίνεται πως ανθίσταται στην ευρεία έκθεση και την πολλή συνάφεια. Κι είναι έτσι, δίχως τούτο να σημαίνει πως δεν υπάρχουν και εξαιρέσεις.
Πιάνοντας στα χέρια μου το τελευταίο βιβλίο του συγγραφέα, πιανίστα της jazz και αυτοσχεδιαστή Σάκη Παπαδημητρίου, που έχει τίτλο Η Ποίηση των Δίσκων [Σαιξπηρικόν, Θεσσαλονίκη 2014] συνειδητοποίησα πως από την εποχή του πρώτου-πρώτου βιβλίου του (την Εισαγωγή στην Τζαζ στις Εκδόσεις Διαγωνίου του Ντίνου Χριστιανόπουλου) έχουν περάσει 51 ολόκληρα χρόνια! Μέσα σ’ αυτόν τον μισόν αιώνα ο Παπαδημητρίου έχει εκδώσει 22 βιβλία, έχει κυκλοφορήσει 18 δίσκους (LP και CD), υπογράφοντας συγχρόνως εκατοντάδες άρθρα σε πάμπολλα περιοδικά κι εφημερίδες. Όλοι θυμόμαστε, ας πούμε, την 20χρονη στήλη του στο περιοδικό Jazz & Τζαζ, που είχε τίτλο Τζαζ & Λογοτεχνία
Τον Παπαδημητρίου τον απασχολεί από πολύ παλαιά η σχέση ανάμεσα στον λόγο (ποιητικό, λογοτεχνικό) και τη μουσική. Αν θέλετε, για να το εξειδικεύσω περισσότερο, η σχέση ανάμεσα στον λόγο και την τέχνη της jazz, και βεβαίως του αυτοσχεδιασμού. Κάτι που φαίνεται όχι μόνον από την σχετική και πυκνότατη αρθρογραφία του, αλλά και από το ίδιο το προσωπικό μουσικό και λογοτεχνικό έργο του. Ο Παπαδημητρίου, συχνά, όταν γράφει γράφει σαν μουσικός της jazz, ενώ όταν συνθέτει συνθέτει σαν λογοτέχνης. Οι δύο ιδιότητές του μοιάζουν, πολλάκις, αδιαχώριστες, κάτι που επιβεβαιώνεται και από τα σχετικά θέματα που αρέσκεται να αναπτύσσει στον περιοδικό Τύπο (κυρίως). Έτσι, από τα περιοδικά Jazz & Τζαζ (πρωτίστως), Ένεκεν, Μπιλιέτο και Η Παρέμβαση αντλεί την πρώτη ύλη του νέου βιβλίου του, την οποίαν αφού την επανεπεξεργαστεί την παραδίδει σε μιαν ωραία έκδοση 111 σελίδων γεμάτη, εν προκειμένω, από τζαζ και ποίηση.
Στην Ποίηση των Δίσκων διαβάζουμε κείμενα για τις διακριτικές ή… καθόλου διακριτικές σχέσεις μουσικών/αυτοσχεδιαστών και ποιητών, έτσι όπως εκείνες αποκρυσταλλώθηκαν στα αυλάκια και τα ένθετα των άλμπουμ στο πέρασμα του χρόνου. Μερικές τέτοιες σχέσεις αφορούν στους Simon Nabatov - Joseph Brodsky, Leonard Feather/ Charles Mingus - Langston Hughes, Steve Lacy - Georges Braque/ Blaga Dimitrova, Christoph Gallio - Robert Filliou, Phil Minton/ Veryan Weston - Χο Τσι Μινχ, Steve Swallow/ Steve Lacy - Robert Creeley, Jacques Demierre - Guillevic, Michael Mantler - Ernst Meister κ.ά. Τα κείμενα, γραμμένα με το γνωστό λιτό και… αντιδραματικό στυλ του Σάκη Παπαδημητρίου διαβάζονται τάχιστα και με μεγάλη άνεση σε μια διαδρομή με λεωφορείο π.χ. (όχι με μετρό…) στην Αθήνα ή τη Θεσσαλονίκη, ενώ, την ίδιαν ώρα, αναγνώστες από άλλες πόλεις μπορούν να τα διαβάσουν, και αυτοί, στα πάρκα ή τις πλατείες… (Προτιμάται και προτείνεται, με άλλα λόγια, το διάβασμα τού συγκεκριμένου βιβλίου σε δημόσιους χώρους από την ανάγνωση οίκαδε).

Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2014

ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΓΓΕΛΑΚΑΣ ροκ ποίηση

Έχω ξαναγράψει γύρω από το θέμα τής ροκ ποίησης, τονίζοντας πως… μια σχετική συζήτηση θα πρέπει να ξεκινά από την αρχή – από το αν υπάρχουν δηλαδή ροκ ποιητές και ροκ ποίηση. Και το πρώτο για το οποίο θα πρέπει να συμφωνήσουμε σε μια τέτοια κουβέντα (αν δεν συμφωνήσουμε σ’ αυτό δεν θα μπορέσουμε να πάμε παρακάτω) είναι πως αν υπάρχει ροκ ποίηση (προσωπικώς λέω πως υπάρχει) αυτή, οπωσδήποτε, θα πρέπει να είναι συνυφασμένη με το τραγούδι. Δεν νοείται δηλαδή ροκ ποίηση, η οποία δεν τραγουδιέται, και δη από εκείνους που την έγραψαν. Αν δεν τοποθετήσουμε εξ αρχής αυτόν τον περιορισμό είναι βέβαιο πως θα οδηγηθούμε σε ακρότητες, αν όχι σε γελοιότητες. Και στην Ελλάδα ως γνωστόν, σε τέτοια ζητήματα, οι γελοιότητες περισσεύουν…
Οι στίχοι του Γιάννη Αγγελάκα, που θα παρατεθούν στη συνέχεια αποτελούν ένα τυπικό δείγμα τού τι μπορεί να σημαίνει ροκ ποίηση (στην Ελλάδα) – πόσω μάλλον όταν οι στίχοι αυτοί έχουν τυπωθεί, κιόλας, στα σχετικά βιβλία. Φυσικά, το να τυπώνεται η ροκ ποίηση και να εκδίδεται το ανάλογο βιβλίο (από τον ίδιο τον στιχουργό-μουσικό) δεν είναι απαραίτητο, όταν όμως συμβαίνει τότε στενεύει ακόμη περισσότερο το χάσμα που υφίσταται μεταξύ τους (μεταξύ του rock και της ποίησης εννοώ). Τούτο το σημειώνω, επειδή υπάρχουν ορισμένοι μουσικογραφιάδες (στο εξωτερικό – για το εσωτερικό δεν γνωρίζω) που δεν αποδέχονται καν τον όρο «ροκ ποίηση»… ένα ζήτημα θεωρητικό εν πάση περιπτώσει, που μπορεί να αφορά περισσότερο στους... φιλολόγους όμως, παρά στους ακροατές/μελετητές του rock (έτσι νομίζω).
Το πιο γνωστό ποιητικό βιβλίο του Γιάννη Αγγελάκα είναι, θα πω, το Σάλια Μισόλογα και Τρύπιοι Στίχοι, που τυπώθηκε κατά πρώτον το 1988 από το Πλέθρον. Από ’κει αντιγράφω ένα πρώτο δείγμα…

ΑΜΝΗΣΙΑ 
Δεν ξεσηκώνομαι δεν ψάχνω δεν ξεσπάω 
Δεν προχωράω πίσω ή μπροστά 
Κι όλα αυτά που θέλω ν’ αγαπάω 
Δεν μ’ ανατριχιάζουν πια

Γύρω μου οι σκιές έχουν παγώσει 
Κι έχω μείνει με το χέρι απλωμένο 
Τι ήθελα να κάνω έχω ξεχάσει 
Θα περιμένω ώσπου να θυμηθώ θα περιμένω

Λειώνουν τα μάτια μου στο φως της τηλεόρασης 
Με νανουρίζει μια στριμμένη μελωδία 
Όσοι περνάν τη χώρα της απόγνωσης 
Παθαίνουν αμνησία

Δεν μπορώ ούτε καταλαβαίνω 
Πώς συνεχίζω να υπάρχω μ’ όλα αυτά 
Θέλω να βγω από δω μέσα κι όμως μένω 
Σε μια ομίχλη που ναρκώνει την καρδιά

Γύρω μου το τζάμι έχει σπάσει 
Κι έχω μείνει με το βλέμμα καρφωμένο 
Τι ήθελα να δω έχω ξεχάσει 
Θα περιμένω ώσπου να θυμηθώ θα περιμένω

Τόσο στο βιογραφικό του Γιάννη Αγγελάκα στο site τής alltogethernow, όσο και στο facebook του συγκροτήματος Τρύπες, δίνονται πλημμελή ή λανθασμένα στοιχεία γύρω από τις εκδόσεις του βιβλίου. Στο πρώτο διαβάζουμε πως το Σάλια Μισόλογα και Τρύπιοι Στίχοι τυπώθηκε το 1988 από τις εκδόσεις Λιβάνη, όταν η πρώτη έκδοση είχε γίνει στο Πλέθρον, ενώ πουθενά δεν καταγράφεται η δεύτερη έκδοση του βιβλίου, που συνέβη στις Εκδόσεις Άνω Κάτω, στη Θεσσαλονίκη, το 1993. Από το συγκεκριμένο βιβλίο (της Άνω Κάτω) που έχει το ίδιο ακριβώς τυπογραφικό κασέ μ’ εκείνο των εκδόσεων Πλέθρον αντιγράφω ένα δεύτερο δείγμα… 

ΒΡΑΔΥΝΗ ΠΛΑΝΗ 
Αδέσποτες χορεύουν οι ζωές μας 
Ξηλώνουν και τους εφτά ουρανούς 
Κι οι πρόστυχες φοβισμένες ματιές μας 
Σφηνώνουν σ’ άδειους καιρούς

Υγραίνοντας τη βραδινή μας πλάνη 
Μόνοι γλυκοφιλάμε το σκοτάδι 

Ανέραστες σβήνουν οι ηδονές μας 
Μαυρίζουν διψασμένα κορμιά 
Ψεύτικες τρομαγμένες οι φωνές μας 
Γκρεμίζουν τείχη φανταστικά

Υγραίνοντας τη βραδινή μας πλάνη 
Μόνοι γλυκοφιλάμε το σκοτάδι 

Όταν ο χώρος με κυκλώνει σα πνεύμα 
Με καθηλώνει η αλήθεια που σπρώχνω 
Καθώς αγγίζω το πιο όμορφο ψέμα 
Τ ε λ ε ι ώ ν ω

Την τρίτη έκδοση του βιβλίου, που συνέβη για τις εκδόσεις Νέα Σύνορα – Α.Α. Λιβάνη το 1995, δεν την έχω αγοράσει. Φαίνεται όμως πως έχει το ίδιο ακριβώς κασέ με τις δύο προηγούμενες (στο Πλέθρον και την Άνω Κάτω). Το λέω γιατί, όπως διάβασα στο BiblioNet, και αυτή η έκδοση έχει 58 σελίδες (όπως και οι άλλες δύο δηλαδή).
Ένα τρίτο και τελευταίο δείγμα από το Σάλια Μισόλογα και Τρύπιοι Στίχοι 

ΑΚΡΟΒΑΤΗΣ 
Πάρε τον εύκολο δρόμο 
Να ’ρθεις πιο γρήγορα 
Σαλτάρω σπάζομαι μόνος 
Σε θέλω σίγουρα

Τ ώ ρ α 
Που μ’ έχουν κάνει ακροβάτη 
Πάνω σε σάπιο νήμα 
Και περιμένουν από κάτω 
Το μοιραίο μου βήμα
 

Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2014

ΕΛΕΝΑ ΚΑΚΑΛΙΑΓΚΟΥ ασκήσεις για improv κόρνο

Πριν λίγες ημέρες έλαβα δύο CD από το Βερολίνο, από την κορνίστα Έλενα Κακαλιάγκου. Κάποιος μου είχε μιλήσει τον τελευταίο καιρό (δεν μπορώ να θυμηθώ ποιος) για την ελληνίδα μουσικό που διαπρέπει στο εξωτερικό, στους χώρους της σύγχρονης μουσικής και του αυτοσχεδιασμού (είχα ήδη ένα άλμπουμ της), με αποτέλεσμα τα δύο CD, που έφθασαν στα χέρια μου με την μεσολάβηση του Κωστή Δρυγιανάκη (τον ευχαριστώ), να τ’ ακούω πάνω στην ώρα (όπως λέμε). Στο πρώτο συναντάμε την Κακαλιάγκου ως μέλος του φινλανδικού κουαρτέτου Rank Ensemble, ενός σχήματος που τύπωσε προσφάτως το άλμπουμ “Papilio Noblei” στη γνωστή μας βρετανική Leo, ενώ στο δεύτερο ως μέλος του τρίο Para, το CD του οποίου “PARAphore” κυκλοφόρησε κι αυτό εσχάτως από την αυστριακή Listen Closely.
Οι Rank Ensemble είναι κουαρτέτο με μια κάποια ιστορία, αφού το υλικό του “Papilio Noblei” αφορά σε εγγραφές των ετών 2009-2013. Το σχήμα αποτελείται από τον Νορβηγό Solmund Nystabakk κιθάρες, φωνή, την Έλενα Κακαλιάγκου κόρνο, φωνή, την Φινλανδή Saara Rautio άρπα, ukulele, spring drum (κρουστό που πάλλεται μέσω της δόνησης ενός ελατηρίου) και τον επίσης Φινλανδό(μάλλον) James Adean σε πιάνο, ηλεκτρονικά, φλάουτο και μελόντικα. Το υλικό του σχήματος που καταγράφεται στο CD της Leo είναι πρωτότυπο – και το σημειώνω τούτο επειδή στο ρεπερτόριο των Rank Ensemble ανήκουν έργα των John Cage, David Toop, αλλά και άλλων περισσότερο σύγχρονων (σημερινών) συνθετών και πειραματιστών (Andrew Bentley, Alejandro Olarte, Shinji Kanki κ.ά.). Το “Papilio Noblei” ξεκινά με το μικρής διάρκειας (2:27) “Janner”, μία αυθόρμητη κατασκευή πλημμυρισμένη από τα ανορθόδοξα timbre των οργάνων (βόμβοι, σφυρίγματα, σειρήνες και ό,τι άλλο σε μία μάλλον «λογική» ακολουθία, με συνεπείς στιγμές «εκπλήξεων). Στο 6λεπτο “The promise” πάνω σ’ ένα πρωτόλειο, αλλά κάπως σταθερό ρυθμικό υπόβαθρο απλώνονται μερικές νότες στο πιάνο (εξωτερικές και εσωτερικές), οι οποίες στην πορεία γίνονται… περισσότερες (πρόκειται για ένα πιανιστικό βασικά κομμάτι, που μπορεί να χρωστά στον Cecil Taylor και σε άλλους διαφόρους αβαντγκαρντίστες της jazz και του αυτοσχεδιασμού). Το τρίλεπτο “Papilio noblei” ξεκινά ορίζοντας ένα noisy περιβάλλον, εκεί όπου ηλεκτρονικά και μικροκρουστά τεντώνουν στην διαδρομή την ακουστική αίσθηση. Στα τρία επόμενα tracks, που έχουν γενικώς μεγάλες διάρκειες, οι Rank Ensemble φανερώνουν το ταλέντο τους στην οικοδόμηση ενός «αφηρημένου» ηχητικού κόσμου, ικανού να σε παρασύρει σ’ ένα περιπετειώδες ταξίδι. Αναφέρομαι στο χαμηλών τόνων 9λεπτο “My lucky star” (εδώ η μελόντικα του Adean έχει πρωταγωνιστικό ρόλο), στο σχεδόν 20λεπτο “Huget” (ένας αυτοτελής όσο και συναρπαστικός ηχητικός κόσμος, φυσικής και… μηχανικής απλότητας, εντός του οποίου συνωθούνται από απλές «συμβατικές» κιθαριστικές μελωδίες και αρχετυπικά αρπίσματα, μέχρι εξώκοσμοι-αλλόκοτοι θόρυβοι και επίμονα ρυθμικά υποστρώματα, που αποτελούν βάσεις για μια σειρά παρεμβάσεων από το κόρνο, το πιάνο κ.λπ.) και ακόμη το 17λεπτο “Weitersfeld” (ένα λιγότερο εικονοκλαστικό πλαίσιο του αυθόρμητου, με τις μικρο-μελωδικές φράσεις του κόρνου και τις άρπας να δημιουργούν ένα «φιλικό» περιβάλλον, το οποίο μετά τα μέσα της διαδρομής διαλύεται μέσα σ’ ένα ρευστό σκηνικό). Το άλμπουμ θα ολοκληρωθεί με το 3λπετο σχεδόν “Revenge”, ένα κάπως ελεγειακό κομμάτι με πρωταγωνιστή το κόρνο της Έλενας Κακαλιάγκου.
Οι Para, όπως έγραψα και στην αρχή είναι τρίο το οποίο αποτελούν η Έλενα Κακαλιάγκου κόρνο, φωνητικά, η Αυστριακή Ingrid Schmoliner πιάνο και ο συμπατριώτης της Thomas Stempkowski κοντραμπάσο. Το “PARAphore” είναι μάλιστα το δεύτερο CD του σχήματος, αφού έχει προηγηθεί το “para-ligo” [creative sources recordings, 2012], ένα άλμπουμ που μπορεί να βρίσκεται στα χέρια μου από τότε που κυκλοφόρησε, αλλά για έναν αδιευκρίνιστο λόγο δεν πρόλαβα να γράψω κάτι ούτε στο Jazz & Τζαζ, ούτε στο δισκορυχείον. Εν αντιθέσει με τα εκτεταμένα γενικώς στο χρόνο θέματα των Rank Ensemble, τα θέματα των Para στο εν λόγω CD είναι γενικώς μικρά σε διάρκεια, ενώ και το… συμπυκνωμένο setting βοηθά, όπως και να το κάνουμε, προς μιαν άλλου είδους ηχητική κατεύθυνση. Στο “PARAphore”, επιπλέον, οι «όγκοι» είναι περισσότερο προσπελάσιμοι, με τα τρία βασικά όργανα να μεριμνούν για όλες τις μεταλλαγές. Υπάρχει, πάντα, το πείραμα, η έκπληξη, το μη αναμενόμενο, αλλά υπάρχουν και στιγμές με τις οποίες μπορεί να ταυτιστεί ακόμη κι ένα μη εξοικειωμένο αυτί. Και τούτο γιατί οι μουσικές των Para ακούγονται περισσότερο ως φυσικά αποκυήματα, παρά ως στουντιακές μετατροπίες. Πολλοί τίτλοι (“Zygoptera”, “Uroboros”, “Neδa”, “Nuku Hiva”…) αφορούν σε κάπως αρχαϊκά ή εν πάση περιπτώσει απομακρυσμένα τοπία, μέρη ή περιβάλλοντα, μα ακόμη και σε παμπάλαιες οργανικές μορφές (δέντρα, έντομα κ.ά.), και είναι αλήθεια πως με την ακρόαση των συγκεκριμένων κομματιών αναπτύσσεται εντός σου ένα είδος φυσικής (γιατί όχι και φυσιολογικής) αντίστασης απέναντι σε κάθε τι που θα επιχειρήσει να διασπάσει τούτη την ατμόσφαιρα της… βράζουσας ηρεμίας. 
Επαφή:www.elenakakaliagou.com, www.rankensemble.com, www.leorecords.com, www.listenclosely.at

Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2014

JIM PEMBROKE ένας φίλος από τα παλιά

Αν και Άγγλος (γεννημένος στο Λονδίνο το 1946) ο Jim Pembroke είναι ένας από τους «ήρωες» του φινλανδικού rock στα sixties. Ως «ήρωας» δηλαδή αναγνωρίζεται, τιμάται και βραβεύεται στη Χώρα με τις Χίλιες Λίμνες. Δεν είναι άστοχο, φυσικά, κάτι τέτοιο. Ο Pembroke ηχογραφεί στην Φινλανδία από το 1965 (με τους Boys), για να αναδειχθεί με τα χρόνια σε κορυφαία προσωπικότητα της τοπικής σκηνής παίζοντας και γράφοντας, κατά σειρά, με τους Pems, τους καταπληκτικούς Blues Section και τους παγκόσμιους progsters Wigwam – όλα τούτα μέχρι το 1980. Ηχογραφώντας προσωπικά LP ήδη από το 1972, ο Pembroke θα σχηματίσει στα τέλη των seventies την Jim Pembroke Band, με την οποία θα πορευτεί για κάποιο διάστημα, μπαίνοντας, όμως και στο πιο εμπορικό να-το-πούμε κύκλωμα. Το 1981-82 θα γράψει τα τραγούδια που θα αντιπροσωπεύσουν την Φινλανδία στους τότε διαγωνισμούς της Eurovision (το “Reggae Ok” με τον Riki Sorsa και το “Nuku pommiin” με τον Kojo αντιστοίχως), θα ξαναβάλει σε κίνηση κανα-δυο φορές τους Wigwam, ενώ από το 1995 και μετά θα ζει και στην Αμερική (στο Kansas City), υπενθυμίζοντας ανά καιρούς την παρουσία του. Εξάλλου στην πόλη Olathe του Kansas είναι κυρίως ηχογραφημένη και η τελευταία του δουλειά που έχει τίτλο If the Rain Comes και η οποία κυκλοφορεί τώρα σε περιποιημένο CD από την φινλανδική TUM Records.
Φυσικά, ένα άλμπουμ του Jim Pembroke δεν γίνεται να μην έχει σχέση με τη Φινλανδία. Και δεν αναφέρομαι μόνο στην εταιρεία που τύπωσε το “If the Rain Comes”, αλλά και στο γεγονός πως η μπάντα που τον συνοδεύει είναι φινλανδική (Pedro Hietanen όλα τα πλήκτρα, Jukka Orma όλες τις κιθάρες, Ulf Krokfors κοντραμπάσο, Mika Kallio ντραμς) με «τμήματα» των ενορχηστρώσεων, της εγγραφής και του τελικού mix να έχουν γίνει στο Tammisaari και το Ελσίνκι. Βασικά τα περισσότερα από τα ανωτέρω περιστρέφονται γύρω από τον Henrik Otto Donner (1939-26/6/2013), τον… «Miles Davis του Αρκτικού Κύκλου» όπως τον αποκαλούν οι δημοσιογράφοι στην Φινλανδία, ο οποίος έκανε την παραγωγή, ενορχηστρώνοντας τα έγχορδα και τα πνευστά τού “If the Rain Comes”. Σ’ αυτόν είναι αφιερωμένο και το CD
Η σημερινή τραγουδοποιία του Jim Pembroke δεν αγνοεί το παρελθόν του… το επεκτείνει, όμως, και προς έτερες κατευθύνσεις. Υπάρχουν τραγούδια, όπως το εισαγωγικό “If the rain comes”, το “Gone with the song” ή το “My time again” που κουβαλούν κάτι από το αμερικανικό rock των Byrds, των Band και του Dylan, ενώ άλλα κομμάτια σχετίζονται περισσότερο με το progressive rock, έτσι όπως αυτό θα παιζόταν σήμερα, όχι ως tribute σε κάτι ή αναμάσημα, αλλά ως υπαρκτή και ζώσα κατάσταση. Το 4λεπτο “Doo-wah” π.χ., με το μανιασμένο τέμπο και το διαπεραστικό παίξιμο στο hammond, είναι από τα κομμάτια που μπορεί να κάνουν τη διαφορά, όπως και το “The birds of summer” εξάλλου, με το κιθαριστικό σόλο του Orma… να σπέρνει και να θερίζει. Πολύ ωραίο και το “A former army”, μία αντιπολεμική country-rock μπαλάντα, από ’κείνες που δεν έχουν ξεχάσει να γράφουν οι άνθρωποι που μεγάλωναν στα sixties.
Ο Pembroke, που εκτός από το να τραγουδά (όπως έκανε πάντα στα γκρουπ που συμμετείχε) παίζει πιάνο, έχοντας στην επίβλεψή του και τα φωνητικά, έχει κάνει μία πράγματι πολύ ενδιαφέρουσα δουλειά (γράφοντας και αποδίδοντας δικό του, πρωτότυπο υλικό), φανερώνοντας πως ακόμη και σήμερα, στα 68 του, έχει λόγο να καταθέσει. Έναν λόγο, που πιθανώς να μην κινητοποιεί τους πάντες, κινητοποιεί, όμως, όλους εκείνους που έχουν τον τρόπο να ψυλλιαστούν τι μπορεί να σημαίνει, σήμερα, ένας δίσκος του «Φινλανδού»…

Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2014

ταφικές συνήθειες στην νεοδημοκρατική Ελλάδα

Η αηδία, με την κυβερνητική επικοινωνιακή διαχείριση του μακεδονικού τάφου στην Αμφίπολη του νομού Σερρών, έχει ξεπεράσει προ πολλού τα όρια. Πρόκειται για μία συντονισμένη και βεβαίως ξιπασμένη εθνικολαϊκή αρλούμπα που επιχειρεί από την μια μεριά να εκμεταλλευτεί προς ίδιον όφελος την σημασία μιας επιστημονικής/ιστορικής ανακάλυψης και από την άλλη, μέσω αυτής, να επικαλυφθούν άλλα καθημερινά ζητήματα, που ταλανίζουν την κοινωνία και που χρήζουν αμέσων χειρισμών και απαντήσεων. Κάθε τέτοιο σχετικό ή λιγότερο σχετικό ζήτημα, τα τελευταία χρόνια, απεικονίζει τον βούρκο και την κακομοιριά της κεντρικής πολιτικής εξουσίας, η οποία, είναι αποδεδειγμένο πλέον, δεν ορρωδεί μπροστά σε τίποτα. Έτσι, εκείνο που ακούγεται πανταχόθεν πως… «το κράτος…» τάχα «δεν λειτουργεί…» είναι μια καφενειακή πομφόλυγα, αφού το «κράτος» μια χαρά λειτουργεί, όταν πρόκειται να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά του και να ασκήσει την ξεδιάντροπη και εμετική πολιτική του.
Ήμουν μεγάλο παιδί, πήγαινα στο Γυμνάσιο δηλαδή το 1977, την… 8η Νοεμβρίου 1977, και θυμάμαι σε γενικές γραμμές το κλίμα που επικρατούσε όταν ο Μανόλης Ανδρόνικος ανακάλυψε τους βασιλικούς τάφους στην Βεργίνα. Ησυχία, τάξη… και πάντα ανασφάλεια. Προεκλογική περίοδος ήταν, δεξιά κυβέρνηση υπήρχε στον τόπο υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, η κρατική τηλεόραση και το κρατικό ραδιόφωνο είχαν τεράστια δύναμη, και βεβαίως ο Τύπος, συμπολιτευόμενος ή αντιπολιτευόμενος, καθόριζε (και αυτός) σε μεγάλο βαθμό την… ατζέντα της ημέρας. Έριξα μια ματιά, λοιπόν, στο ψηφιακό αρχείο των εφημερίδων της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος κι άρχισα να… ξεφυλλίζω την Μακεδονία των ημερών εκείνων (μια… μακεδονίτικη εφημερίδα δηλαδή) προκειμένου να επιβεβαιώσω, απλώς, την παλαιά αλλά τόσο έντονη παιδική εντύπωσή μου. Προσέξτε λοιπόν…
Μέχρι την 8/11/1977, την ημέρα που θεωρείται επισήμως ως η… ημέρα των ανακαλύψεων στην Βεργίνα, δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά στην εφημερίδα! Τι σημαίνει τούτο; Απλώς πως οι αρχαιολόγοι (ο Μανόλης Ανδρόνικος και οι συνεργάτες του) δούλευαν όπως δουλεύει ένας επιστήμονας στο (κλειστό) εργαστήριό του. Μόνοι τους, δίχως κάμερες και δημοσιογράφους πάνω από τα κεφάλια τους, δίχως ανακοινώσεις στα Μέσα και τον Τύπο και με το κράτος (ένα δεξιό κράτος, υπενθυμίζω) να κοιτάει την δουλειά του, την όποια δουλειά του τέλος πάντων. Ορίστε και η συνέχεια…
Στο φύλλο τής 9/11/1977, πάντα στην Μακεδονία, υπάρχει, στην πρώτη σελίδα στο κάτω μέρος, ένα απίστευτο μονόστηλο. Διαβάστε τι λέει: «Ανοίχθηκε χθες στη Βεργίνα ασύλητος Μακεδονικός τάφος από την ομάδα αρχαιολογικών ερευνών του καθηγητή της κλασσικής αρχαιολογίας του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Ανδρόνικου». Πιθανώς να πει κάποιος πως η εφημερίδα δεν πρόλαβε την είδηση, και γι’ αυτό οι δυο γραμμές… Δεν είναι όμως έτσι. Την επόμενη ημέρα (10/11/1977) υπάρχει ένα τρίστηλο στην τρίτη σελίδα της Μακεδονίας, (τρίστηλο στην τρίτη, το ξαναλέω…), το οποίον και αυτό φανερώνει τη λιτότητα που απαιτεί στην διαχείρισή της μία τέτοιου είδους αρχαιολογική ανακάλυψη. Να και ο τίτλος εκείνου του άρθρου: «Ο τάφος μακεδόνα ευγενούς με πλούσια κτερίσματα ανακαλύφθηκε στη Βεργίνα. Βρέθηκε ασημένια πανοπλία και στεφάνι. Χρυσή λαβή έχει το ξίφος του νεκρού. Θα ερευνηθεί και θα γίνουν ανακοινώσεις».
Η επόμενη αναφορά στην εφημερίδα είναι την 16/11/1977. Είναι ένα δίστηλο αυτή τη φορά και πάλι στην τρίτη σελίδα, στο οποίο διαβάζουμε: «Συγκεντρώνει διεθνές ενδιαφέρον. Ο τάφος της Βεργίνας ενδέχεται να είναι του βασιλιά Φιλίππου. Θα προκύψουν ιστορικά στοιχεία υψίστης σημασίας. Μπορεί να εντοπιστούν και οι αρχαίες Αιγές». Η λιτότητα και η σοβαρότητα των ανακοινώσεων των συμβάντων στον Τύπο (δεν αναφέρομαι στις επιστημονικές ανακοινώσεις… πόσω μάλλον!) είναι εντυπωσιακή. Δώστε σημασία για λίγο και στη συνέχεια…
Από ’κει, την 16/11/1977, μέχρι και το τέλος του μήνα υπάρχουν σχεδόν καθημερινές ανακοινώσεις στην εφημερίδα, αλλά μόλις μία(!) ημέρα μπαίνουν αυτές στην πρώτη σελίδα. Είναι το πρωτοσέλιδο της 25/11/1977, εκεί που υπάρχει μία όντως εντυπωσιακή κάλυψη (τα 2/3 του φύλλου με κείμενα και φωτογραφίες), στο οποίο διαβάζουμε: «Από τις σημαντικότερες αρχαιολογικές ανακαλύψεις του αιώνα. Του Φιλίππου είναι ο τάφος που βρέθηκε στη Βεργίνα. Έγινε επίσημη ανακοίνωση στο πανεπιστήμιο παρουσία πολλών Ελλήνων και ξένων επιστημόνων. Ποια ανεκτίμητης αξίας ευρήματα θεμελίωσαν την άποψη ότι ανήκουν στον Μακεδόνα βασιλιά. Τι απέδωσαν οι έρευνες στο Δίο».
Δείτε τη σοφία που κομίζουν αυτοί οι τελευταίοι τίτλοι. Ενώ έχει ανακαλυφθεί ο τάφος από την 8/11, πέρασαν 17 ημέρες ώστε να γίνει «θέμα». Κι έγινε «θέμα» όταν η σκαπάνη είχε φθάσει σ’ ένα όριο. Παραλλήλως, τις επίσημες ανακοινώσεις δεν τις έκανε κάποιος δημοσιογράφος στην τιβί –η… κυβερνητική εκπρόσωπος τάφου (κλεμμένο από τον Πανούση είναι αυτό) Άννα Παναγιωταρέα–, αλλά οι επιστήμονες στο πανεπιστήμιο. Το γεγονός δηλαδή δεν ξεφεύγει από την επιστημονική κοινότητα. Δεν αφήνεται να φθάσει στο στόμα του κάθε ασχέτου και του κάθε βλαμμένου…
Τι άλλο να γράψεις για τα χάλια της νεοελληνικής κυβερνητικής πραγματικότητας; Για την επίσκεψη του ιδίου του πρωθυπουργού στον τάφο, παρουσία της κάμερας, η οποία (κάμερα) ακυρώνει το όποιο (αν υπάρχει κιόλας) ουσιαστικό ενδιαφέρον; Για τις στάγδην επιστημονικές ανακοινώσεις, πάντα μπροστά στις κάμερες, που λειτουργούν κάπως σαν… Τόλμη και Γοητεία; Ή για την… αρχαιολογία της ταβέρνας, με τους διαφόρους βλάκες-αξιωματούχους να μιλάνε δημοσίως για… μεγαλέξαντρους, γοργόνες και κατηραμένους όφιδες; Ένα ξέρασμα.

Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2014

THE VICKERS αγωνία με λαχτάρα

Ιταλοί, νεο-ψυχεδελικοί (πιο πολύνέο και λιγότεροψυχεδελικοί) είναι οι Vickers, μια τετράδα από τη Φλωρεντία την οποίαν αποτελούν οι Andrea Mastropietro φωνή, κιθάρες, πλήκτρα, εφφέ, Francesco Marchi φωνή, κιθάρες, πλήκτρα, εφφέ, Federico Sereni φωνή, μπάσο, πλήκτρα, εφφέ και Marco Biagiotti φωνητικά, ντραμς, κρουστά, εφφέ. Το συγκρότημα σχηματίστηκε προς το τέλος της προηγούμενης δεκαετίας και μέχρι σήμερα έχει καταφέρει να δώσει τρία ολοκληρωμένα άλμπουμ, συν κάποια singles και EPs, πράγμα που σημαίνει, εκ πρώτης, πως έχουμε να κάνουμε μ’ ένα «ζεστό» γκρουπ, με σταθερή και δυνατή παρουσία στο χώρο. Η πιο πρόσφατη δουλειά των Vickers έχει τίτλο Ghosts κυκλοφόρησε σε CD τον περασμένο Μάρτιο στην Ιταλία, ενώ τώρα τυπώνεται και σε βινύλιο από την πατρινή Inner Ear. Στρίβει ο δίσκος στο πλατώ και ακούμε…
Θα πω κάτι και ας διαψευστώ. Οι Vickers είναι επηρεασμένοι (αυτό το λέω με μεγαλύτερη σιγουριά) από τους μεγάλους Καναδούς Collectors (των sixties), διαλέγοντας για όνομά τους το… επώνυμο του τραγουδιστή των Collectors, του Howie Vickers (αν δεν είναι έτσι δεν πειράζει…). Έχουμε να κάνουμε δηλαδή μ’ ένα συγκρότημα που από την μια μεριά κοιτάει «σωστά» προς τα πίσω, ενώ από την άλλη πατάει γερά στα πόδια του, συνθέτει και αποδίδει, έχοντας κατά νου ένα απλωμένο pop-psych σκηνικό, το οποίο βαραίνει από το «καρφωμένο» rhythm section – κι ας έρχεται σε… κόντρα με τις «αισθησιακές» πρώτες φωνές και τα φωνητικά. Κι εδώ έγκειται το «νέο», για το οποίον έγραψα στην αρχή. Οι Vickers, δηλαδή, δεν είναι μια μπάντα που παίζει πιστά στο πνεύμα των sixties (δεν είναι ή δεν επιχειρεί να είναι μία tribute μπάντα). Απεναντίας, είναι ένα σημερινό συγκρότημα που αφουγκράζεται όχι μόνο τις ηχητικές… ταλαντώσεις της εποχής (μάλλον κάποιες εξ αυτών), αλλά και την κοινωνική διάσταση της καθημερινότητας… με τον ολοκληρωτικό πόλεμο που έχουν εξαπολύσει οι αγορές έναντι του… μικροκλίματος των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων (every day the same tricks/ no direction left to go/ we dont even know if we can still dream/ or if were just a bunch of a bones/ it’s a total war).
To “Ghosts” περιέχει δυνατά τραγούδια, διανθισμένα με ωραία αρμονικά φωνητικά, που με λίγη προσπάθεια μπορεί να φθάσουν στα χείλη πολλών (ή έστω περισσοτέρων), όπως ας πούμε το “It keeps going and on” (“I lost my feeling for the world/ my position is unknown/ I talk to the ceiling/I’m alone…”), το “Total war” (στίχους του οποίου μετέφερα λίγο πιο πάνω) ή το έσχατο φερώνυμο “Ghosts”, που έχει ωραίες «αλλαγές» και «κόλπα» συνδυάζοντας το beat με το «χάσιμο». Αυτά.
Επαφή: www.inner-ear.gr

Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2014

ΣΧΟΛΙΟ το σημαντικότερο τραγούδι του Διονύση Σαββόπουλου

Το «Σχόλιο» το άκουσα πρώτη φορά στις αρχές της δεκαετίας του ’80, όταν είχα αγοράσει και… εμπεδώσει όλα τα κλασικά άλμπουμ του Σαββόπουλου. Το «Φορτηγό» (σήμερα νομίζω πως είναι ό,τι σημαντικότερο ηχογράφησε ποτέ στη μεγάλη φόρμα – ένα συγκλονιστικό άλμπουμ), το μεταβατικό «Περιβόλι του Τρελλού», τα… αμετάβατα ροκάδικα «Μπάλλος» και «Το Βρώμικο Ψωμί», τα… σοφά ανακατεμένα «10 Χρόνια Κομμάτια», τους... διανοουμενίστικους «Αχαρνής», την ετεροβαρή «Ρεζέρβα»… Είχα αγοράσει το “Happy Day” πιο πολύ από κεκτημένη ταχύτητα («Σαββόπουλος είναι, δεν μπορεί να είναι για πέταμα» πρέπει να είχα πει…), και τούτο παρά το γεγονός πως δεν είχα ουδεμία παράσταση της ταινίας του Παντελή Βούλγαρη (την οποίαν είδα αργότερα). Έτσι, και με το πρώτο άκουσμα, δεν θυμάμαι να είχα συγκρατήσει και πολλά όπως συνήθως συμβαίνει με τα soundtracks, όταν δεν σου λέει τίποτα και η ταινία… Πιο πολλά, μάλιστα, φαίνεται πως είχε συγκρατήσει ο μακαρίτης ο πατέρας μου, ο οποίος ακούγοντας τον Σώτο Παναγόπουλο στη «Νινόν», με τους στίχους του Ορέστη Λάσκου, είχε πάθει πλάκα, αφού η συγκεκριμένη τραγουδάρα ηχούσε για ’κείνον (και δεν είχε άδικο), όπως τα… «Μόνο κοντά σου», «Θα σε λατρεύω», «Χαρά μου» και όλα τα υπόλοιπα «ελαφρά» του καλλίφωνου τραγουδιστή. Χρειάστηκαν, θυμάμαι, μερικές απανωτές ακροάσεις προκειμένου να προσέξω… εκεί παραπεταμένο, στο τέλος της πρώτης πλευράς, ένα κρυμμένο τραγούδι (κρυμμένο πίσω από το «Γελεκάκι») που άρχιζε σιγά-σιγά να μου κάνει εντύπωση. Ήταν το «Σχόλιο» που εξέπεμπε, σταδιακώς, αναπάντεχα και εν τέλει ανατριχιαστικά vibes… Ακουστικές-ηλεκτρικές κιθάρες, μια φωνή με πολύ μελετημένα «τσακίσματα», κάποια έγχορδα, λίγα κρουστά, ένα μπουζούκι προς το τέλος, μια μελωδία που συνηγορούσε σ’ ένα κλίμα… επιταφίου, μία ελληνική… διεθνής με άλλα λόγια, σοφά δομημένη πάνω και γύρω από το μεγαλύτερο έγκλημα (ή έστω από τα μεγαλύτερα) της νεότερης ιστορίας μας. Τον «Νέο Παρθενώνα», το κολαστήριο της Μακρονήσου… Άκουγα, λοιπόν, με κατάνυξη… «Τηνε λένε Μακρονήσι/ ο λαός έχει νικήσει/ σκάει αλυσιδωτός/ μεσ’ το αίμα του παντός»… αλλά από την άλλη απορούσα κιόλας μ’ εκείνο που διάβαζα στο οπισθόφυλλο του άλμπουμ… Προσαρμόζω… Το… «“Σχόλιο” δεν χρησιμοποιήθηκε από τον σκηνοθέτη, ούτε και ηχογραφήθηκε για το soundtrack. Υπάρχει μόνο στο δίσκο αυτό».
Τι κουβέντα ήταν τούτη; «Χώσιμο» στον Βούλγαρη, ο οποίος, αν και είχε στη διάθεσή του ένα τέτοιο τραγούδι, τελικώς δεν το χρησιμοποίησε στην ταινία; (Το τραγούδι δεν ακούγεται στο Χάππυ Νταίη, αφού υπάρχει μόνον ως ορχηστρικό). Όντως δεν ηχογραφήθηκε το «Σχόλιο» για το soundtrack; Και τι ακριβώς σήμαινε αυτό, από την στιγμή κατά την οποίαν το τραγούδι είναι ολοφάνερο πως σχετίζεται με την ταινία («κι όμως τώρα που κι εγώ είμαι ’κει/ μεσ’ στο φιλμ του Παντελή»); Τι νόημα είχε η επισήμανση… «υπάρχει μόνο στο δίσκο αυτό»; Πως στην ταινία δεν ήταν δυνατόν (για ποιον ακριβώς λόγο) να υπάρχει, αλλά στο δίσκο υπάρχει και μπορούμε να το ακούσουμε; Τι είχε συμβεί; Τι μπορεί να είχε συμβεί; Γιατί ο Παντελής Βούλγαρης στην ταινία του, στα πρώτα καρέ, μας βάζει να διαβάσουμε πως… «ο χώρος της ταινίας, ο χρόνος και τα πρόσωπα είναι φανταστικά»;
Δεν χρειάζεται να πω πως η λέξη «Μακρόνησος» ήταν απαγορευμένη στο φιλμ. Είναι ολοφάνερο – και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο (εγώ θα πω) δεν χρησιμοποιήθηκε και το «Σχόλιο» στο soundtrack. Δεν ήταν ανεκτή, ακόμη και το 1976, μία στροφή σαν κι αυτήν: «Ξέρω ανθρώπους σαν κι εσάς/ που μου λεν "μην τα ρωτάς/ γύρω στο ’48 πέρασα από ’κει κι εγώ/ ήταν μέρες φοβερές η Μακρόνησο που λες"». Το ερώτημα είναι εύλογο. Δεν ήταν ανεκτή η λέξη στην ταινία, και ήταν ανεκτή στην δισκογραφία; Φυσικά… θα μπορούσε να συμβεί. Και συνέβη. Αλλιώς κινητοποιεί το σινεμά (όταν μερικές εκατοντάδες άνθρωποι βρίσκονται σε μιαν αίθουσα) και αλλιώς κινητοποιεί ένας δίσκος, που μπορεί να τον ακούει κάποιος σπίτι του, δίχως να αναμεταδίδεται δημοσίως. Θέλω να πω πως στο μουσικό κομμάτι υπήρχε μεγαλύτερη ανοχή, επειδή η λογοκρισία λειτουργούσε και σ’ ένα δεύτερο πιο αποτελεσματικό επίπεδο. Το τραγούδι «περνούσε» από τις Επιτροπές Ελέγχου του Υπουργείου Προεδρίας, αλλά δεν μεταδιδόταν από το (κρατικό) ραδιόφωνο και την (κρατική) τηλεόραση. Οπότε ήταν το ίδιο και καλύτερο (για τους λογοκριτές), αφού έκαναν τη δουλειά τους βγάζοντας, ταυτοχρόνως, την ουρά τους απ’ έξω…
Ειδικώς για την λογοκρισία είχε πει μερικές κουβέντες ο Σαββόπουλος στο περιοδικό Καλλιτεχνική Επιθεώρηση (Περίοδος Β, Τεύχος 2, Φλεβάρης 1979), που έβγαζαν οι αδελφοί Χατζάρα (ο Αντώνης και ο Σπύρος Χατζάρας): «Κανείς δεν έχει το δικαίωμα ν’ ακούει εκ των προτέρων και ν’ αποφασίζει τι είναι κατάλληλο για τ’ αυτιά των νεοελλήνων και τι όχι. Ακόμα κι αν δεχθούμε την περίπτωση ότι μέσα σε κάποιο τραγούδι υπάρχει κάτι που προσβάλλει τα ήθη λόγου χάρη, νομίζω ότι είναι αρκετός ο εισαγγελέας, ο οποίος, αφού βγει το κομμάτι, κινεί μια διαδικασία για να το σταματήσει. Αυτό είναι υπεραρκετό και δεν χρειάζονται, από πριν, προληπτικά μέτρα, που σε αναγκάζουν να καταφεύγεις σε χίλιους δυο τρόπους –με κίνδυνο να μειωθεί η ποιότητα– ώστε να «περάσεις» ένα τραγούδι. Για παράδειγμα αναφέρω το “Σαν βγω απ’ αυτή τη φυλακή”, που για να μην κοπεί μπερδεύτηκε μέσα ο Δημοσθένης (σ.σ. καλό!), το πνεύμα το αρχαιοελληνικό (σ.σ. κι αυτό καλό! ωραία η απομυθοποίηση) κ.λπ. Στα μέσα μαζικής ενημέρωσης τώρα –τηλεόραση, ραδιόφωνο– έχουμε μιαν άλλη λογοκρισία, έμμεση, ανεπίσημη και περισσότερο αποτελεσματική. Με μοναδική εξαίρεση το Γ Πρόγραμμα, όλα τα άλλα προγράμματα έχουν λογοκρισία, που δεν ξέρω πως ακριβώς λειτουργεί. Δεν ξέρω αν κοινοποιούν τις αποφάσεις τους –δεν έχω λάβει καμμιά– το μόνο που ξέρω είναι ότι για κάποιο λόγο κόβονται τραγούδια (δικαίωμά μας είναι να υποθέσουμε ότι υπάρχει “μαύρη λίστα” καλλιτεχνών)».
Το «Σχόλιο» μπορεί να μην κόπηκε εξ ολοκλήρου από την λογοκρισία, ταλαιπωρήθηκε όμως σε μια πολύ κρίσιμη φάση της πορείας του. Είναι η τελευταία και πιο σημαντική στιγμή του τραγουδιού. Ο Σαββόπουλος έχει περιγράψει την εμπειρία που είχε μπαίνοντας στο πετσί της ταινίας (ή μάλλον της Ιστορίας), έχει συγκλονιστεί από ’κείνα που αντιλήφθηκε ότι συνέβαιναν στο κάτεργο της Μακρονήσου, ξυπνάει μέσα του η φωνή της βασανισμένης Αριστεράς και γεμάτος έπαρση και υπερηφάνεια τραγουδά, χρωματίζοντας αναλόγως τη φωνή του: «Νιώθω άλλος, κι άλλη μια/ χαιρετώ με την πρωτ(θ)ιά/ δεν έχει τι, δεν έχει που/ στις οθόνες του λαού». Μα για μια στιγμή… Τι ανοησία είναι αυτό το… «χαιρετώ με την πρωτ(θ)ιά»; Βγαίνει κανένα νόημα; Άκου ’κει «πρωτ(θ)ιά»… Προφανώς… «γροθιά» ήθελε να τραγουδήσει ο άνθρωπος και τον εμπόδισαν.
Το τραγούδι θα είχε περάσει έτσι «σακατεμένο» στον κόσμο, αν κάποιος outis 27 δεν είχε ανεβάσει στο YouTube (την 7/12/2009) την ορθή απόδοση του «Σχολίου», επιτελώντας… εθνικόν έργο. Η πλάκα, μάλιστα, είναι πως όσοι έχουν αντιγράψει, στο δίκτυο, τους στίχους του Σαββόπουλου από το «Σχόλιο», το έκαναν όχι από τον δίσκο, αλλά από το βίντεο του outis 27 – γεγονός που σημαίνει δύο πράγματα. Ή πως είναι τόσο ξύπνιοι (λες;), ή αντέγραψαν ό,τι βρήκαν μπροστά τους αφού ούτε το δίσκο είχαν, ούτε την «πρωτ(θ)ιά» είχαν προσέξει. Δεν χρειάζεται να πω πως αν χτυπήσεις το «χαιρετώ με την πρωτιά» ή «πρωτ(θ)ιά» στο Google (τον επίσημο στίχο δηλαδή) δεν θα βρεις ούτε ένα αποτέλεσμα! Το βίντεο λοιπόν του outis 27, που προέρχεται από το αρχείο της ΕΡΤ Α.Ε., είναι «τραβηγμένο» στην τελετή λήξης του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 1976 (προφανώς την 3/10/1976, όταν έπεσε η αυλαία της γιορτής) με τον Σαββόπουλο να αρνείται το Βραβείο Μουσικής για το Χάππυ Νταίη, προσφέροντας στον κόσμο ένα μοναδικό τραγούδι. Πρόκειται για μεγάλη στιγμή, για ένα έπος, που εξελίσσεται μπροστά από τα μάτια της κριτικής επιτροπής, η οποία, δυστυχώς, δεν δείχνει και τόσο… συγκεντρωμένη. Δεν αντιλαμβάνεται, εννοώ, τι ακριβώς «παίζει». (Για την ιστορία… την αποτελούσαν οι Γεώργιος Σαββίδης, Θόδωρος Αγγελόπουλος, Απόστολος Μαγγανάρης, Φιλοποίμην Φίνος, Τώνης Τσιρμπίνος, Γρηγόρης Δανάλης, Μελίνα Μερκούρη, Μάνος Λοΐζος και Αντώνης Σαμαράκης – οι περισσότεροι φαίνονται, κανα-δυο είναι «κρυμμένοι»).
Προσέξτε το χρώμα της φωνής του Σαββόπουλου όταν τραγουδά «ΧΑΙΡΕΤΩ ΜΕ ΤΗ ΓΡΟΘΙΑ»… Πόσο «μέσα» είναι, πόσο βαθιά νοιώθει εκείνο που τραγουδά σ’ αυτή την ανεπανάληπτη στιγμή…