Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2014

TIM HEGARTY tribute σε όλους

Tribute, ναι, από τον σαξφωνίστα Tim Hegarty, αλλά σε ποιους; Αναφέρονται όλοι, με κάπως ψιλά γράμματα, στο front cover του CD [Miles High, 2014]. Tribute, λοιπόν, στους John Coltrane, Thelonious Monk, Jimmy Heath, Dexter Gordon, Sonny Rollins, Joe Henderson, George Coleman και Frank Foster – ήτοι δέκα tracks γραμμένα από τους Jimmy Heath (4), George Coleman (1), Frank Foster (1), Thelonious Monk (1), Joe Henderson (1), αλλά και από τον ίδιον τον Tim Hegarty (2). Όπως διαβάζω και στις σημειώσεις του εξωφύλλου (δια χειρός του σαξοφωνίστα): «Άρχισα να μελετώ σαξόφωνο και αρμονία στα 13 μου με τον μεγάλο Frank Foster και θυμάμαι πως όχι απλώς με άφηνε, αλλά και με προσκαλούσε να παρευρεθώ στα διάφορα gigs που έδινε. Εκεί, σ’ ένα απ’ αυτά γνώρισα τους επόμενους δασκάλους μου, τον George Coleman και τον Frank Wess. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το πόσο με ενθάρρυναν σε ό,τι έπραττα. Λίγο αργότερα ξεκίνησα να παίζω με τον ανιψιό του Dizzy Gillespie, κι έτσι απέκτησα την ευκαιρία να γνωρίσω κάποια στιγμή και από κοντά τον μεγάλο master. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τις στιγμές που έπαιξα με τον Dizzy. Μου είχε δώσει μάλιστα κι ένα αντίτυπο του βιβλίου του ‘To Be or Not to Bop’ μετά την παράσταση με το McDonalds Jazz Ensemble στο τηλεοπτικό σώου του Merv Griffin. Ήταν μια απίστευτη φάση της ζωής μου, ήταν η εποχή που ο μεγάλος Gil Evans με δέχτηκε να προβάρω με την μπάντα του. Θυμάμαι ακόμη τη μήνυμα που είχε αφήσει στη μητέρα μου, λέγοντάς της να τον καλέσω. Η εμπειρία που είχα παίζοντας με την μπάντα του στα Monday Nights του Sweet Basil στη Νέα Υόρκη θα μου μείνει αξέχαστη στο υπόλοιπο της ζωής μου. Ήταν τότε που αποφοιτούσα από το Queens College, αρχίζοντας να παίρνω μαθήματα Σαξοφώνου, Σύνθεσης και Ενορχήστρωσης από τον θρυλικό Jimmy Heath».
Μ’ αυτά και μ’ αυτά είναι προφανής, νομίζω, ο «φόρος τιμής» του Hegarty σε κάποιους από τους δασκάλους του και βεβαίως σε ορισμένες διαχρονικές τζαζ «αναφορές» και «επιρροές», από τις οποίες κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει. Παρά ταύτα, παρά δηλαδή την αναντίρρητη διάθεση και δεξιοτεχνία του τενορίστα και σοπρανίστα Hegarty, τίποτα δεν θα μπορούσε να συμβεί αν δεν συμπλήρωναν την μπάντα του παίκτες μεγάλης κλάσης, όπως οι Kenny Barron πιάνο, Rufus Reid μπάσο, Mark Sherman βιμπράφωνο, και Carl Allen ντραμς – μουσικοί, με άλλα λόγια, που έχουν φάει τα jazz sessions, στο πάλκο ή στα στούντιο, με το κουτάλι. Κάπως έτσι και το “Tribute” αποκτά τις πρέπουσες διαστάσεις του. Εκείνο πάντως που πρέπει να σημειωθεί, στην περίπτωση του συγκεκριμένου CD, είναι πως η παραγωγή (Mark Sherman και Tim Hegarty) έχει κατορθώσει να «φιλοτεχνήσει» έναν ήχο, που παραπέμπει οπωσδήποτε στο μεγάλο τζαζ παρελθόν. Βαθύς, «ζεστός», με ισορροπημένα μπάσα και ιδίως πρίμα, αντανακλά τις τρανές ημέρες της bop και hard bop ιστορίας, αναδεικνύοντας πρώτον απ’ όλα τις ίδιες τις συνθέσεις. Οι versions, ας πούμε, κινούνται πάνω στην αρμονική των originals, με τα soli να ηχούν ως προεκτάσεις των μελωδιών και όχι ως ξεκομμένες επιδείξεις, ενώ και τα πρωτότυπα tracks, ένα slow (η «πνευματική» μπαλάντα “Not to worry”) κι ένα mid-tempo (το bluesLow profile”), είναι απολύτως ενδεικτικά του «σαξοφωνικού» προσανατολισμού του Hegarty, που έχει, εδώ, δίπλα του, ως ακρογωνιαίους συμπαραστάτες, τον πιανίστα Kenny Barron και τον κοντραμπασίστα Rufus Reid.

Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2014

ένα τραγουδάκι για τον Σίμο (όχι τον Κεδίκογλου μωρέ…)

Υπαρξιστής θα γίνω/ και φράγκο δεν θα δίνω/ το σύμπαν κι αν καεί./ Θα στήσω μια παράγκα/ και θα περνώ ρε μάγκα/ μποέμικη ζωή.

E ρε κόσμε πω πω πω πω πω/ θα το ρίξω στον υπαρξισμό.

Με μούσι και μουστάκι/ και παρδαλό σακάκι/ στους δρόμους θα γυρνώ./ Στην πλάκα θα το ρίξω/ τις πίκρες μου να πνίξω/ να πάψω να πονώ.

E ρε κόσμε πω πω πω πω πω/ θα το ρίξω στον υπαρξισμό.

Τι κέρδισα όπως τώρα/ που πλέω κάθε ώρα/ μεσ’ στη παλιοζωή;/ Υπαρξιστής θα γίνω/ και φράγκο δεν θα δίνω/ το σύμπαν κι αν καεί.

E ρε κόσμε πω πω πω πω πω/ θα το ρίξω στον υπαρξισμό.

Ήταν 1953, όταν η… παράγκα και ο Σίμος απασχολούσαν την Αθήνα. Φαίνεται, δε, πως τον είχαν πάρει πολλοί χαμπάρι, αν κρίνω από το γεγονός πως γράφτηκε ολάκερο λαϊκό, και μάλιστα από πρώτα πρόσωπα, το οποίον ερμηνεύτηκε από ακόμη πιο πρώτα ονόματα. Σύνθεση του Μπάμπη Μπακάλη, στηριγμένη σε στίχους του Κώστα Βίρβου είναι «Ο υπαρξιστής», ένα τραγούδι που απέδωσαν η Σωτηρία Μπέλλου, μαζί με τους Σπύρο Ζαγοραίο και Γιάννη Σταμούλη (άλλως Μπιρ Αλλάχ) στα σεγόντα (τούτο αναφέρεται στο YouTube και αλλαχού).
Ο υπαρξισμός στην πένα του λαϊκού στιχουργού μοιάζει να ταυτίζεται με τον «σταρχιδισμό» και την αδιαφορία εκ πρώτης, ενώ ανιχνεύεται, συγχρόνως, κι ένα σπέρμα πρόκλησης προς το κοινώς αποδεκτό, βασικά με την εξωτερική εμφάνιση του υπαρξιστή (το «μούσι» και το «παρδαλό σακάκι» εννοώ). Στην πορεία, όμως, του τραγουδιού ο υπαρξισμός παρουσιάζεται ως ένας… κάπως ελευθεριακός τρόπος αντιμετώπισης της καθημερινότητας (του στυλ «έξω φτώχεια και καλή καρδιά», όχι πιο μακριά… έως εκεί), που βοηθά ν’ απαλλαγείς από τα βάρη της συμβατικής και σύνθετης ζωής (βασικά στην τελευταία στροφή), δημιουργώντας μιαν απλούστερη καινούρια. Για ν’ ακούσουμε κιόλας…
(Με την ετικέτα “greek underground” που μπαίνει στο τέλος μην γελάσετε. Άλλος είναι ο λόγος... και είναι απλός…).

Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2014

ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΣΟΓΚΑΣ η ποπ ως αντικομμουνιστικό ιδεολόγημα

Το ονοματεπώνυμο «Θανάσης Τσόγκας» ή «Αθανάσιος Τσόγκας» θα πρέπει να λέει πολλά στους φίλους του παλαιότερου ελληνικού τραγουδιού· του ελαφρού κυρίως, αλλά και του μοντέρνου. Επίσης θα πρέπει να λέει πολλά στους fans, τους συλλέκτες και ό,τι άλλο των λαϊκών αναγνωσμάτων των δεκαετιών του ’40 και του ’50 (θα πω στη συνέχεια γιατί), και ακόμη (θα πρέπει να λέει) στην παλαιά δημοσιογραφική οικογένεια, αφού ο αποθανών εδώ και χρόνια Τσόγκας υπήρξε συντάκτης (στα νειάτα του) και εκδότης (πιο μετά) αναγνωρισμένων περιοδικών.
Οι φίλοι της ελληνικής ποπ και του ελληνικού ροκ γνωρίζουμε τον Θανάση Τσόγκα, ως εκδότη και διευθυντή του περιοδικού Μοντέρνοι Ρυθμοί (και άλλων συναφών), αλλά και ως μεταφραστή/ στιχουργό δεκάδων διεθνών επιτυχιών, που έγιναν το ίδιο επιτυχίες και στη γλώσσα μας μέσα από τις αποδόσεις του.
Πόσο χρονών ήταν ο Θανάσης Τσόγκας την εποχή (Απρίλιος 1964) που «έβγαζε» τους Μοντέρνους Ρυθμούς; Ήταν νέος, τριαντάρης ξέρω ’γω, ή μήπως… κάτι παραπάνω; Να τι έγραφε ο ίδιος στο πρώτο editorial του περιοδικού του (τεύχος 1, 1-15/4/1964), το οποίον υπέγραφε ως… Κύριος «Χ»:
«(…) Ίσως να βρεθή κάποιος και να πη πως ο εκδότης του περιοδικού μας δεν είναι νέος. Ότι δεν έχει μαύρα μαλλιά, και ότι στους κροτάφους του άρχισαν τα χρόνια να γράφουν το πέρασμά τους με κάποια γκρίζα πινελιά. Αλλά θα ρωτήσω κι εγώ: Μήπως οι ρυθμοί της καρδιάς σταματάνε στα πέντε, στα δέκα ή στα είκοσι χρόνια; Όταν η καρδιά σταματήση να χτυπάη είναι αυτονόητο –και αυτό το γνωρίζουν και οι πέτρες– ότι σταματάει και η ζωή. Μα αφού εξακολουθεί να χτυπάη η καρδιά μας –μέχρι πότε θα χτυπάη δεν μπορεί να το γνωρίζη κανείς– με τον ίδιο ρυθμό που χτυπούν οι νεανικές καρδιές, γιατί να μην αισθανώμεθα κι εμείς σαν νέοι; Και όταν λέω ‘εμείς’, θέλω να πω ‘εγώ’ που υπογράφω. ‘Τι τριάντα, τι σαράντα, τι πενήντα...’ λέει το γνωστό τραγουδάκι του φίλου Νίκυ Γιάκοβλεφ. Κάπου μεταξύ των τριάντα, των σαράντα (για τα πενήντα έχουμε καιρό) μπορείτε να υπολογίσετε κι’ εμένα(…)».
Φαίνεται πως με την ηλικία του Θανάση Τσόγκα είχε παιχτεί ένα θέμα από νωρίς στο περιοδικό, έτσι μόλις στο τεύχος 2 (16-30/4/1964) διαβάζουμε:
«(…) Τα έβαλε όμως και μαζί μας ο… καλός συνάδελφος. Και το μόνο ‘τρωτό’ που βρήκε για τους ‘Μοντέρνους Ρυθμούς’ είναι ότι ο εκδότης αυτών είναι πάνω απ’ τα 40! Κάποτε όμως θα φτάση κι’ αυτός στα δικά μας χρόνια. Μα όταν θα φτάση – και του ευχόμαστε να τα εκατοστήση – θα πάψη ν’ αγαπάη τους νέους;».
Το απολογητικό ύφος του Τσόγκα –ο οποίος δεν μπορούσε να κρύψει την αγωνία του για το γεγονός πως κάποιος που δεν ήταν ούτε 30, ούτε 40, αλλά πλησίαζε τα 50 διηύθυνε ένα περιοδικό, που αφορούσε στην νεολαία και που ήθελε να κάνει, υποτίθεται, τη διαφορά εν σχέσει με τις παλαιότερες εκδόσεις (To Μοντέρνο Τραγούδι, Το Καινούργιο Τραγούδι…) που ήταν… γεροντίστικες– έλαβε ένα τέλος στο τρίτο τεύχος των Μοντέρνων Ρυθμών (1-16/5/1964), όταν και ήρθη η παρεξήγηση. Και αναφέρομαι στην επιστολή του 23χρονου Νίκου Μαστοράκη (διευθυντής, τότε, της δεκαπενθήμερης νεανικής εφημερίδας Δισκοθήκη, που είχε ξεκινήσει να κυκλοφορεί από το 1962) στην οποίαν διαβάζουμε: 
«Αγαπητέ μου κ. Τσόγκα. Διάβασα στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού σας ένα μικρό κι ευγενικό σχόλιο, σχετικά με την ηλικία σας, την ηλικία μου, τους τηνς, τα περιοδικά μας.(…) Γράφοντας στη ‘Δισκοθήκη’ ό,τι έγραψα, θέλω να είσαστε σίγουρος ότι δεν το έγραψα για σας: Αφορούσε τον διευθυντή άλλου περιοδικού νεολαίας – γίναμε πολλοί βλέπετε τελευταία – που ενώ χαρακτηρίζεται νέος, δημοσιεύει φωτογραφίες του που δεν είναι τίποτε άλλο παρά ενσταντενέ διαψεύσεις(…)».
Για να απαντήσει ο Τσόγκας σ’ ένα ύφος γλειψιματικό τού τύπου… όλοι οι καλοί χωράμε:
«Θα ήταν μεγάλο ψέμα αν λέγαμε πως η ανωτέρω επιστολή του εκλεκτού συναδέλφου (ο κ. Μαστοράκης και ο κ. Τσόγκας είναι επαγγελματίες δημοσιογράφοι και ανήκουν στην ίδια δημοσιογραφική Ένωσι) δεν μας έδωσε ιδιαίτερη χαρά. Και πραγματικά δεν υπάρχει καμμιά διαφορά μεταξύ μας. Εκείνοι που εδιάβαζαν και διαβάζουν την ‘Δισκοθήκη’ μπορούν να διαβάζουν και του ‘Μοντέρνους Ρυθμούς’, χωρίς να υπάρχη λόγος να εγκαταλείψουν την αγαπημένη τους και εκδιδομένη από τον κ. Μαστοράκη εφημερίδα, η οποία άλλωστε (η αλήθεια πρέπει να λέγεται) έχει μια προϊστορία. Προϊστορία δεν έχουν οι ‘Μοντέρνοι Ρυθμοί’. Έχει όμως μια κάποια μικρή ιστορία ο εκδότης αυτών. Ο κ. Τσόγκας πριν από τους ‘Μοντέρνους Ρυθμούς’ εξέδιδε και επί σειρά ετών το περιοδικόν ‘Καλλιτεχνικός Κόσμος’, στο οποίον υπήρχαν σελίδες για το θέατρο, τον κινηματογράφο, το ελληνικό ελαφρό τραγούδι και για την ξένη μουσική. Μα τα πολλά λόγια είναι περιττά. Εδώ δεν θα μιλήσουμε για τον εαυτό μας, αλλά για το γεγονός ότι οι ‘Μοντέρνοι Ρυθμοί’ και η ‘Δισκοθήκη’ μπορούν να συμβαδίζουν αρμονικά(…)».
Στημένα ή όχι, όλα τούτα θα είχαν ένα κάποιο νόημα (αν είχαν) μέχρι την 21/4/1965, γιατί από το τεύχος 28 των Μοντέρνων Ρυθμών και μετά ο Μαστοράκης θα γινόταν πια μόνιμος συντάκτης τους…
Τι ηλικία είχε τελικώς ο Τσόγκας το 1964; Είναι χαρακτηριστικό της αδιαφορίας που υπάρχει για πολλά πράγματα του παρελθόντος στη χώρα, το γεγονός πως πουθενά δεν βρίσκεται ένα βιογραφικό αυτού του ανθρώπου, που πρωταγωνίστησε στην λαϊκή μυθιστοριογραφία, στην δημοσιογραφία, στον… αντικομμουνισμό(!) και στο ελληνικό τραγούδι για περισσότερο από 30 χρόνια.
Πριν καιρό, σ’ ένα βιβλίο του Νίκου Πλατή που μου είχε δείξει ο Manwolf Louie υπήρχαν λίγα στοιχεία για τον Τσόγκα, από την πρώτη-πρώτη καριέρα του. Το βιβλίο εκείνο, που είχε τίτλο μια αβενιού ιπποποτάμ ντε λα γκρέτσια/ ζουγκλο-ανθολογία [Υάκινθος, Αθήνα 12/1984] το βρήκα κι εγώ αργότερα, κι έτσι μπορώ να σας μεταφέρω τώρα, από ’κει, ορισμένες πληροφορίες. Ο Πλατής «εξετάζει» τον Τσόγκα ως μυθιστοριογράφο λαϊκών περιπετειωδών αναγνωσμάτων «ζούγκλας» της δεκαετίας του ’40 κυρίως. Από ’κει μαθαίνουμε λοιπόν πως ο Αθανάσιος Τσόγκας γεννήθηκε το 1918 (άρα όταν εξέδιδε τους Μοντέρνους Ρυθμούς ήταν 46 ετών) και πως πέθανε το 1975, όταν ήταν 57 ετών. Το βιογραφικό έχει ως εξής:
«Ο Αθανάσιος Τσόγκας σαν συγγραφέας, ασφαλώς, δε διαθέτει το ύφος ενός Ασπρέα, την άνεση και το στυλ του πηγαίου Τσουκαλά ή το καταλυτικό χιούμορ του αειθαλή Ρούτσου, ξέρει όμως να τραβάει το ενδιαφέρον του αναγνώστη του. Το ‘Καραβάνι του Θανάτου’, το ‘Νησί του Διαβόλου’, ο ‘Βρυκόλακας της Ζούγκλας’ και η ‘Ζίχνα’, δεν παρουσιάζουν καμμιά πρωτοτυπία ή κάποια έξαρση του φανταστικού, είναι όμως αρκετά ευέλικτα και κυρίως καλογραμμένα. Και πάνω απ’ όλα μέσα στο πνεύμα της ‘νεοκλασικής εποχής’ τους (ελληνοπρεπή μέχρι αυτοκτονίας του, ίδιου αυτοπροσώπως, Μεγάλου Αλεξάνδρου). Αυτό και μόνο είναι κάτι παραπάνω από αρκετό, για να εξηγήσει κανείς τη μεγάλη εκδοτική επιτυχία που γνώρισαν στον καιρό τους».
Ακολουθούν αποσπάσματα από το Καραβάνι του Θανάτου, που κυκλοφόρησε μέσα στην Κατοχή, από τις εκδόσεις Ο Ήλιος – Δ. Περαντζάκης, το 1942 (όταν ο Τσόγκας ήταν 24 ετών)…
Παρένθεση. Βλέποντας το εξώφυλλο του βιβλίου του Πλατή, με την εικονογράφηση του Βύρωνος Απτόσογλου («πατριάρχης» του εγχώριου κόμικ) από το περιοδικό Ζούγκλα/ Οι Γνήσιες Περιπέτειες του Ταρζάν (τεύχος 5, κάποτε στα sixties – πιθανώς το ’63) με την Τζέιν(;) έτοιμη να… κατασπαραχθεί από τον όφι, δεν γίνεται να μην ανακαλέσω στη μνήμη μου το LP «Ζωντανοί στο Κύτταρο» [Zodiac, 1971], που έχει cover παρεμφερούς αισθητικής, σχεδιασμένο κι εκείνο από τον Βύρωνα Απτόσογλου και με τους Ταρζάν, Γκαούρ (ή Ζαντόβ), Ταταμπού (ή Ζάμπα) και Ποκοπίκο να πρωταγωνιστούν μέσα σ’ εκείνη την χρωματική… ζουγκλοειδή πανδαισία. Ποιος να είχε ρίξει άραγε την ιδέα; Ο Πατσιφάς (δεν το νομίζω), ο Τάσος Φαληρέας (μπορεί), ή κάποιος τρίτος; Κλείνει η παρένθεση.
Αν λοιπόν για την περίοδο της Κατοχής οι ηρωικές περιπέτειες του Κεφαλλονίτη Στάθη Βουνά στα βάθη της αφρικανικής ζούγκλας, θα μπορούσε να θεωρηθεί πως καλλιεργούσαν το εθνικό φρόνημα, μετά την απελευθέρωση, στα δύσκολα χρόνια του Εμφυλίου, αλλά και μετέπειτα, στα επάρατα χρόνια της Δεξιάς του ’50 και των αρχών του ’60, όταν ο αντικομμουνισμός αποτελούσε βασικό συστατικό της εσωτερικής πολιτικής, ο Θανάσης ή Αθανάσιος Τσόγκας επέλεξε να σπείρει με την πένα του, στις νεανικές και όχι μόνο ψυχές, τον σπόρο του μίσους έναντι των ελλήνων κομμουνιστών και αριστερών εν γένει (των μισών τουλάχιστον Ελλήνων δηλαδή)· και δεν αναφέρομαι, φυσικά, σε μυθιστορήματα τύπου Ο Γερο-Δήμος και η Πανώρηα Βοσκοπούλα [Ο Ήλιος - Δ. Περαντζάκης, Αθήναι 1947;], εκεί όπου το εθνικό φρόνημα ανυψωνόταν μέσα από πιο… ευγενείς μεθόδους.
Πριν αρκετά χρόνια στο περιοδικό ZOO (#13, 1-2/1999) ο Άκης Λαδικός είχε γράψει κάτι επ’ αυτού που (τότε) με είχε παραξενέψει. Επί λέξει: «Ο Τσόγκας ήταν επίσης μεταφραστής και στιχουργός πολλών γλυκανάλατων pop επιτυχιών της εποχής. Ήταν όμως και εκδότης της Αντικομμουνιστικής Επιθεώρησης». Όσο και να έψαξα όλα τα επόμενα χρόνια (κάποιες φορές και επί τούτου) πουθενά δεν εντόπισα περιοδικό με τέτοιο τίτλο, παρά ταύτα εκείνο το «αντικομμουνιστικό» μού είχε σφηνωθεί για τα καλά στο μυαλό (έπιασα άλλα λαβράκια στην πορεία…) – πόσω μάλλον όταν ανακαλούσα στη μνήμη μου τα φιλοχουντικά editorials του Τσόγκα στους Μοντέρνους Ρυθμούς, τον Μάιο του ’67. Έτσι, προς τα τέλη της δεκαετίας του ’40, όταν οι μάχες ανάμεσα στον Δημοκρατικό και τον Εθνικό Στρατό, ή τους αντάρτες και τους χωροφύλακες αν θέλετε, βρίσκονταν ακόμη σε πλήρη εξέλιξη, διάφορα περιοδικά που καλλιεργούσαν την εθνικοφροσύνη όπως η Στρατιωτική και Ναυτική Ηχώ (εικονογραφημένη εθνική επιθεώρησις του Μ. Μανιαδάκη/ όργανον εθνικής κρατικής & κοινωνικής αναδημιουργίας) διέθετε χώρο στον αρχισυντάκτη της Αθανάσιο Τσόγκα (τεύχος 33, Ιούνιος 1948) να γράψει για την… «ηρωϊκήν δράσιν της Χωροφυλακής μας» (Η μάχη του Μακρυβάλτου), αναλύοντας το πώς, με ποιον τρόπο… «220 χωροφύλακες συνέτριψαν 1000 συμμορίτας», συμπληρώνοντας μάλιστα με το πολλάκις κατάπτυστο Μακρόνησος: Η εθνική κολυμβήθρα του Σιλωάμ/ εκεί που τα παραπλανημένα Ελληνόπουλα ξαναβρίσκουν τον δρόμον της τιμής, ένα κείμενο σκληρής και ανελέητης εθνικοφροσύνης που διανθίζεται με τίτλους του τύπου «Ζήτω ο Βασιλεύς» και «Εκδίκησις στους εαμοσλάβους εχθρούς της πατρίδας». Προσέτι, από το δίκτυο αλίευσα μία άλλη απίστευτη ιστορία του Τσόγκα το κόμικ Τα Όργια των Εαμοσλαύων και ο Θυελλώδης Εθνικός Εκδικητής(!!), που κυκλοφόρησε την ίδιαν εποχή από τον Δημήτριο Περαντζάκη (των εκδόσεων Ο Ήλιος υπενθυμίζω, εκεί όπου τυπώνονταν και τα ζουγκλο-μυθιστορήματα του Τσόγκα στην Κατοχή, όπως και ο Γερο-Δήμος του πιο μετά)… έργον εμπνευσθέν από την αιματηράν θυσίαν του έθνους, το οποίον… ετέθη υπό την εθνικήν σκέπην της Ε.Π. Ενώσεως ΕΦ. κ Α.Θ. Ανδρών Ελληνικής Β. Χωροφυλακής. Μα και αργότερα (1959-1963), όταν κυκλοφορούσε η εφημερίδα Αντικομμουνιστική Ελλάς (διευθυντής και πάλι ο Περαντζάκης) ο Αθανάσιος Τσόγκας, κρατώντας την λογοτεχνική στήλη, δημοσίευε σε συνέχειες το μυθιστόρημά του Ο Δραπέτης (γραμμένο αποκλειστικώς γα την εν λόγω φυλλάδα) εκεί όπου… ο Νίκος και η Φωτούλα δραπετεύουν από την κόλαση του Εμβέρ Χότζα στα άγια ελληνικά χώματα με τη βοήθεια του Μπίρκο, του αλβανού αντικομμουνιστή (# 26, Φεβρουάριος-Μάρτιος 1961 – δες το σχετικό λήμμα του Γ. Τσακνιά στο Ε.Λ.Ι.Α./ Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο).

Ο 30χρονος Θανάσης Τσόγκας (καθιστός) δεύτερος από αριστερά. Η φωτογραφία προέρχεται από το περιοδικό Στρατιωτική και Ναυτική Ηχώ (τεύχος 29, 2/1948).
Παραλλήλως, όμως, με την… συμβολή του στον αγώνα εναντίον του Κομμουνισμού ο Τσόγκας δημοσιογραφούσε από νωρίς και επί των καλλιτεχνικών. Έτσι, όπως μας πληροφορεί η Ελληνική Κινηματογραφική Βιβλιογραφία [28ο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου, Θεσσαλονίκη 1987] του Γιάννη Σολδάτου την περίοδο 1945-1948 συναντάμε τον εν λόγω δημοσιογράφο-συγγραφέα ως αρχισυντάκτη στην εβδομαδιαία κινηματογραφική και καλλιτεχνική εφημερίδα Χόλλυγουντ (ξανά-μανά εκδότης ο Περαντζάκης), εν συνεχεία ως εκδότη της εφημερίδας Κόσμος της Οθόνης (1947) και βεβαίως ως εκδότη-διευθυντή του περιοδικού Καλλιτεχνικός Κόσμος (το οποίο μνημονεύεται από τον ίδιον τον Τσόγκα στους Μοντέρνους Ρυθμούς), ένα έντυπο που εμφανίστηκε τρεις ή τέσσερις φορές στην ιστορία. Κατά πρώτον την περίοδο 1936-1939 (δεν ξέρω αν σ’ αυτή τη φάση δημοσιογραφούσε ο Τσόγκας, επειδή, τότε, ήταν μόλις 18 ετών), έπειτα την περίοδο 1941-1947, ξανά ανάμεσα στα χρόνια 1959-1961 και μάλλον ξανά, για τελευταία φορά, τον Φεβρουάριο του ’65 (αφού ανακοινώνεται μια νέα έκδοσή του στους Μοντέρνους Ρυθμούς).
Την συγγραφική του τέχνη ο Θανάσης Τσόγκας φαίνεται πως δεν την ξέχασε ούτε στους Μοντέρνους Ρυθμούς, αφού στο τεύχος 25 του περιοδικού (24/2/1965) κάνει την εμφάνισή του ο… Τζαίημς Κάρτερ/ Ο Μυστικός Πράκτωρ Α-Ζ/ Η κόκκινη αράχνη. Το μυθιστόρημα δημοσιεύτηκε σε συνέχειες καμμιά δεκαριά φορές χωρίς να ολοκληρωθεί, για να ξαναδημοσιευτεί ολοκληρωμένο επί χούντας πια (τεύχος 90, 11/10/1967), όταν τέτοιου τύπου αναγνώσματα ήταν πιο συμβατά με τις απόψεις τής… εργοδοσίας. Να πω, πάντως, πως ο… Πράκτορας δημοσιευόταν «ανώνυμος» και πως το ύφος του μυρίζει «Τσόγκας» (αν όχι από μακριά, τουλάχιστον από… κοντύτερα).
Πριν αρχίσει την… βιομηχανία εντύπων και στίχων στο μοντέρνο τραγούδι του ’60, ο Θανάσης Τσόγκας εξασκούσε χρέη στιχουργού στο ελαφρό, κυρίως, άσμα. Τον συναντάμε δηλαδή να συνεργάζεται με ερμηνευτές όπως οι Φώτης Πολυμέρης («Ας τα ξεχάσουμε» μουσική Γιάννης Βέλλας), Μαριάννα Χατζοπούλου («Σε βλέπουν σε καμαρώνουν» μουσική Άκης Σμυρναίος), Τρίο Μπελκάντο («Όσο η καρδιά χτυπάει» μουσική Άκης Σμυρναίος), Τώνης Μαρούδας/ Δ. Καββαδίας/ Χαβάγιες Κόκκα («Μη βάζεις πια στα χείλη κοκκινάδι» μουσική Τ. Κόκκας - Ανδρέας Ζακυνθινάκης), Ούλα Μπάμπα («Άσε με μάνα άσε με» μουσική Άκης Σμυρναίος), Τρίο Κιτάρα («Πάλι με γέλασες» μουσική Άκης Σμυρναίος), Γιώτα Λύδια («Μια φορά γεννήθηκα» μουσική Άκης Σμυρναίος – ένα πολύ ωραίο ζεϊμπέκικο κάπως… αρχοντορεμπέτικο), Μ. Μαρτέν («Θα σε φιλήσω κι ας μην θέλεις» μουσική Γιάννης Βέλλας), Νίκος Γούναρης («Το ’χεις τρελάνεις το παιδί» μουσική Ν. Φατσέας) κ.ά. Φυσικά, όταν το ελαφρό τραγούδι έχανε σιγά-σιγά τα πρωτεία από το λεγόμενο «μοντέρνο» (όταν δηλαδή ο καταναλωτής μουσικής μετατρεπόταν από μεσήλικα σε νέο), ο Τσόγκας ήταν πάλι εκεί για να ντύσει με τους στίχους του δεκάδες «ξένα» pop και rock άσματα, δίνοντας ελληνικές πια επιτυχίες στα μεγαλύτερα νεανικά ονόματα. Να θυμίσω μερικά τέτοια τραγούδια; The Idols «Ξαφνικά μ’ αγαπάς» (“Uno tranquillo”/ Riccardo Del Turco ή “Suddenly you love me”/ The Tremeloes) και «Τρικυμία στην καρδιά μου» (“La tempesta”/ Roberto Carlos), The Blue Rocks «Παντοτεινά οι δυο μαζί» (“Happy together”/ The Turtles), Tammy «Βροχή και δάκρυα…» (“Rain and tears”/ Aphrodites Child), Ζωή Κουρούκλη «Χαμένα όνειρα» (“Those were the days”/ δεκάδες εκτελέσεις) και «Η τραμοντάνα» (“La tramontana”/ Gianni Pettenati και Antoine) άπαντα από το 1968, The Persons «Είσαι το κορίτσι π’ αγαπώ» (“Time of the season”/ The Zombies), Τέρης Χρυσός «Ήταν μια οπτασία» (“La donna di picche”/ Little Tony) από το 1969, The Sounds «Πες μου να ξέρω» (“Fortunate son”/ Creedence Clearwater Revival) από το 1970, Τέρης Χρυσός «Τάκα τακατά» (“Taka takata”/ Joe Dassin), The Daltons «Γιεζαέλ» (“Jesahel”/ Delirium) από το 1972… και άλλα αναρίθμητα… Σε όλα τούτα τα κομμάτια τα ελληνικά στιχάκια ανήκαν στον Θανάση Τσόγκα.
Ο Θανάσης Τσόγκας δεν φωτογραφιζόταν. Παρά ταύτα κατάφερα να εντοπίσω δύο πόζες του - την μία από τύχη (αυτήν), την άλλη ύστερα από ψάξιμο (εκείνη με τους χωροφύλακες). Η συγκεκριμένη προέρχεται από το περιοδικό Το Μοντέρνο Τραγούδι του Κώστα Μάνεση (τεύχος 202, 11/1962).
Το πρώτο τεύχος των Μοντέρνων Ρυθμών μετά το πραξικόπημα της 21/4/1967 ήταν το υπ’ αριθμόν 80, που κυκλοφόρησε την 10/5/1967. Στην τρίτη σελίδα του συγκεκριμένου τεύχους υπάρχουν τρία ανυπόγραφα κείμενα εν είδει editorial, τα οποία είναι γραμμένα, κατά πάσα πιθανότητα, από τον Θανάση Τσόγκα. Στο πρώτο γράφει (οι εμφάσεις δικές μου) για τους… Νέους Ορίζοντες του περιοδικού, αφού εκείνο θα περιλαμβάνει πλέον και γυναικεία θέματα «που θα ταιριάζουν με την σοβαρότητα της νεαρής Ελληνίδας», στο δεύτερο που επιγράφεται Φήμες, γράφει για την «Εθνική αλλαγή που έγινε στη χώρα μας» και πως η «νέα Εθνική Κυβέρνηση δεν πρόκειται να θέση υπό διωγμόν την ξένη ελαφρά μουσική, απαγορεύοντας στους νέους να τραγουδούν τραγούδια που λανσάρονται σε δίσκους των φίλων και συμμάχων Δυτικών χωρών», ενώ στο τρίτο που τιτλοφορείται Τα νειάτα και το τραγούδι, ο Τσόγκας περνά σε μια εντελώς απροσχημάτιστη κατάθεση της εθνικοφρόνου ιδεολογίας του καταλήγοντας: «Ο κόσμος των τηναίητζερς, επαναλαμβάνουμε, ουδεμία σχέσι έχει με τον κόσμο των ακούρευτων Μπήτνικς και τους τέντυ μπόυς. Είναι γνήσια Ελληνόπουλα που θέλουν να νοιώσουν την χαρά της ζωής και ξέρουν ότι τώρα που ανέλαβε την διακυβέρνησι της χώρας μας ο Εθνικός μας Στρατός και υπάρχει η Εθνική Κυβέρνησι της 21ης Απριλίου, θα δημιουργηθή και το αληθινό χαρούμενο Ελληνικό τραγούδι, που θα το αγαπήσουν όσο αγαπούν την όμορφη γαλανή Πατρίδα μας, την αιωνία Ελλάδα». Πόσο διαφορετικό είναι αυτό το λογίδριο από εκείνο του 1948, για την… Εθνική κολυμβήθρα Μακρόνησο; «Η Μακρόνησος είναι η εθνική Κολυμβήθρα του Σιλωάμ που τα παραπλανημένα παιδιά της Ελλάδος αναγνωρίζουν μόνοι τους[sic] το αναβάπτισμα της ελληνικής συνειδήσεως, την πλάνη τους, τις εσφαλμένες αντιλήψεις, χωρίς να τους πιέση κανείς[sic] και ζητούν όπλα να πολεμήσουν την κόκκινη ύαινα που θέλησε να δηλητηριάσει την ψυχήν τους».
Οι Μοντέρνοι Ρυθμοί θα περάσουν έκτοτε από σαράντα κύματα. Θα μετατραπούν σε Καλλιτεχνικές Επικαιρότητες/ Μοντέρνοι Ρυθμοί και Τραγούδια (Μάρτιος ’68), ξανά σε Μοντέρνοι Ρυθμοί (Μάιος ’68), σε Ο Κόσμος του Τραγουδιού (Φεβρουάριος ’69) ενώ για τελευταία φορά ο τίτλος «Μοντέρνοι Ρυθμοί» θα σκάσει μύτη ως Μοντέρνοι Ρυθμοί/13-19 στις αρχές του 1972, με τον Τσόγκα να ρίχνει στην αγορά και άλλα μουσικά περιοδικά όπως το Σώου (1/1971) ή το Pop Express (8/1972) συνεχίζοντας να ντύνει με ελληνικά στιχάκια διεθνείς επιτυχίες. Μία από τις τελευταίες του (1973) και το «Κουνούπι» με τον Τέρη Χρυσό, που δεν ήταν άλλο από το “Τhe mosquito” των Doors, που ο κόσμος το ήξερε ως “Le moustique” από την εκτέλεση του Joe Dassin