Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2009

τέσσερις ΔΙΣΚΟΙ κι ένα ΤΡΑΓΟΥΔΙ του εννέα

Όπως έγραψα και σε προηγούμενη ανάρτηση δεν πρόκειται να κάνω λίστα με τα γενικώς καλύτερα· παρότι άκουσα εκατοντάδες άλμπουμ μέσα στο ’09, μερικά εξ αυτών πολύ καλά. Χονδρικώς, θα έλεγα πως τα πιο ενδιαφέροντα προήλθαν από την Αφρική, σύγχρονα, αλλά και ανακαλύψεις. Επίσης, οι ανεξάρτητες jazz ετικέτες της Αμερικής έδωσαν σπουδαία δείγματα «νέου αίματος» (όπως συμβαίνει πάντα), όπως το ίδιο περίπου συμβαίνει και με τις ευρωπαϊκές, σε Ιταλία, Γερμανία, Σκανδιναυία και αλλού. Στο χώρο της ευρείας pop λίγα πράγματα. Από την Άπω-Ανατολή, που περιμένω πάντα το «ακραίο», το… πέτυχα στα γνωστά improv-avant χωράφια. Το lo-fi σκηνικό, πάντως, που στήνεται από τον Βόρειο Παγωμένο, μέχρι την Κύπρο (από Δύση σε Ανατολή δεν έχω όρια), προσφέρει «εκπλήξεις». Για όλα αυτά έχω ήδη κάνει posts και θα συνεχίσω να κάνω και στο μέλλον.
Εντός των συνόρων η παραγωγή υπήρξε τεράστια· την παρακολούθησα στο μεγαλύτερο μέρος της. Δεν ξέρω τι λένε οι στατιστικές και για πια ακριβώς «κρίση» μιλάμε, όμως τα private pressings πληθαίνουν μέρα με τη μέρα. Άκουσα πολλά ενδιαφέροντα άλμπουμ (και από μικρές εταιρίες και από την Εταιρία Γενικών Εκδόσεων – οι πολυεθνικές σχεδόν εξαφανίστηκαν), αλλά επειδή είμαι πάντα του ολίγου και του συγκεκριμένου, εφαρμόζοντας αυστηρά κριτήρια, θα προτείνω μόνο 4 άλμπουμ από την εγχώρια παραγωγή, ως «εξαιρετικά δείγματα»· ως προτάσεις για το τώρα και το αύριο. Συμπτωματικώς και τα 4 αυτά άλμπουμ, μοιάζει να καλύπτουν συγκεκριμένες περιοχές. Τη μουσική (τη μουσική-μουσική εννοώ), το αγγλόφωνο τραγούδι, το pop ελληνόφωνο και το πολιτικό-κοινωνικό άσμα. Βεβαίως, δεν απαγορεύεται ένα τραγούδι να είναι και pop και πολιτικό-κοινωνικό· αλλά αυτό θα το κρίνει (και) το μέλλον, υποθέτω. Τα τρία από τα τέσσερα κείμενα τα έχετε ξαναδιαβάσει στο blog, αλλά για την ανάγκη της στιγμής τα δημοσιεύω πάλι. Το κείμενο για το άλμπουμ της Παναγιωτοπούλου, το αναρτώ, τώρα, για πρώτη φορά.
(Η σειρά των άλμπουμ δεν μπορεί παρά να είναι αλφαβητική).

ΜΑΝΩΛΗΣ ΓΑΛΙΑΤΣΟΣ: Οι Θάλασσες Των Μικρών Λάμψεων (Puzzlemusik)
Αν δεχθούμε πως ο δημιουργός, ο συνθέτης εν προκειμένω, δεν παύει ποτέ να οραματίζεται το επέκεινα, τότε ο Μανώλης Γαλιάτσος ακολουθεί με ευλάβεια θρησκευτική αυτήν την εντολή. Ποιος ο τρόπος για να το επιτύχει; Η περιφρούρηση του «είναι». Το δίχτυ με τις ανεπαίσθητες οπές που απλώνει γύρω του, και το οποίο διαπερνά μόνον ο αέρας και το φως (ή το σκοτάδι). Ο Γαλιάτσος από την εποχή του «Ημερολόγιο: Largo», δύο χρόνια πριν, είναι επιβάτης προς έναν μοναχικό προορισμό. Επιχειρεί μέσα από αυστηρές διαδικασίες να προσεγγίσει τη Μουσική Τέχνη, μ’ έναν τρόπο που παραπέμπει σε μυστικό τάγμα. Σαν να έχει ανακαλύψει κομμάτι μιας αρχαίας γνώσης, συνθέτοντας και συνδέοντας ό,τι απομένει με προσπάθεια και κόπο. Το «κομμάτι» έχει τίτλο. Ονομάζεται «κάλλος». Έτσι, ο τρόπος για να συμπληρωθεί το ψηφιδωτό δεν μπορεί παρά να είναι ένας. Η γυμνή ομορφιά· εκείνη που εκλύει ο υψηλός ποιητικός λόγος. Έχουμε πλείστα όσα παραδείγματα μουσικών έργων, που επιχειρούν να σχετιστούν με την ποίηση με τρόπο... αποβουτυρωμένο. Πατώντας πάνω σε συνταγές ατμοσφαιρικών ήχων – τι τάχα νά’ναι αυτό; – και σε ποιητικίζουσες μανιέρες, επιχειρούν να περιγράψουν με τρόπον αφελή, εκείνο που δε λέγεται. Ο Γαλιάτσος εκκινεί από αλλού. Η βάση του είναι ο άνθρωπος· κυρίως ο εσωτερικός του κόσμος. Οι ήχοι του διερμηνεύουν ισχυρές και βαθύτατες συναισθηματικές εναλλαγές, οι οποίες ισορροπούν σε καταστάσεις πάθους· σχεδόν πυρετικού. Η Μουσική ως μήτρα και μοίρα μαζί συμπλέει με το αρχέγονο και το τελεολογικό. Ως η Τέχνη των Τεχνών, ως ένα αυτοδύναμο και κραταιό σύμπαν, δεν προαπαιτεί δίπλα της ούτε το λόγο, ούτε το κάδρο. Έτσι, κενή απτών μηνυμάτων, διατρέχει τον κοσμικό χώρο, για να συναντήσει τα συστατικά της ζωής και να θεωθεί δι’ αυτών. Οι «Θάλασσες Των Μικρών Λάμψεων» είναι ο επόμενος σταθμός...
LOLEK: Alone (Inner Ear)
Άκουσα τον Lolek· το πρώτο κομμάτι τού “Alone”, που έχει τίτλο “Have you noticed?”. Είναι τόσο κοντά η τραγουδοποιία του προς εκείνην του Καταλανού Lluis Llach, που μ’ έκανε να τα χάσω. Δηλαδή το εξομολογούμαι. Αν δεν έβλεπα το πατρινό CD θα στοιχημάτιζα, όλος μέσα, πως ο Llach αποφάσισε, τώρα στα γεράματα, να κάνει το «αγγλικό» του άλμπουμ (ή μήπως το έχει κάνει ήδη;). Τέλος πάντων. Μη νομιστεί ότι αυτό το γράφω για να «θίξω» τον Lolek. Ποτέ. Όταν χρησιμοποιώ τέτοια σχήματα οι προθέσεις μου είναι ακριβώς οι αντίθετες. Κι αυτό γιατί τα παλαιά ονόματα τα χρησιμοποιώ με... φόβο και τρόμο. Έχω μεγαλώσει με τα τραγούδια του Καταλανού, κι έχω ακούσει από ’κείνον μερικές από τις ωραιότερες μπαλάντες που έφθασαν ποτέ στ’ αυτιά μου. Το ίδιο θέλω να ισχυριστώ και για τον Lolek· θα μου πάρει λίγο χρόνο. Κι έτσι πρέπει... Το άλμπουμ του είναι απίθανο. Κυριολεκτικώς. Τι πιθανότητες έχεις δηλαδή ν’ ακούσεις στην Ελλάδα σήμερα τέτοιου τύπου άσματα; Κι ακόμη – γιατί πάει ομού – τι πιθανότητες έχεις να δεις ένα νέον άνθρωπο να πίνει μόνος το ποτό του, ντυμένον τόσο συντηρητικά, στο Βάρσο, στην Κηφισιά (εκεί δεν είναι;). Γεννάται θέμα. Θα μπορέσει ο Lolek να διαχειριστεί αυτήν ακριβώς την εικόνα, που τον τοποθετεί αυτομάτως αλλού, ή θα τον φάνε οι... ύαινες (έστω και οι κουλτουριάρικες – και δεν εννοώ αναγκαστικώς τους συναδέλφους του); Δεν ξέρω. Νοιώθω όμως ότι τραγούδια όπως το “Have you noticed?”, το “I went to the beach alone”, το “Since I am a soldier”, το “River of diseases”, το “A valse of a true romance” ή το “Now cry!” – ποιο δεν μνημόνευσα, μήπως το καλύτερο; – θα μπορούσε ν’ αφορούν πολλούς. Να προσθέσω μόνον πως το mastering έγινε στα Sterling Studios της Νέας Υόρκης από τον Creg Calbi (εκεί είχε γίνει και του Θανάση Παπακωνσταντίνου για το «Σαμάνο»). Ξέρετε, τώρα, τι σημαίνει “Creg Calbi”... Κύριοι αποκαλύπτομαι. (Στο “Alone” εννοώ, όχι στον Lolek...).
ΔΑΝΑΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ: Homo Logotypus (Yafka)
Το δεύτερο άλμπουμ της Δανάης Παναγιωτοπούλου μας υπενθυμίζει την πέτρινη παρουσία μιας τραγουδοποιού, που έρχεται από αλλού. Αρνούμενη οποιοδήποτε hip, οποιαδήποτε «βελτίωση» που θα μπορούσε να υποσκάψει το στόχο, η Παναγιωτοπούλου σκέφτεται και δρα καλλιτεχνικώς μέσα στο εγκλωβισμένο άστυ. Δεν την απασχολούν τα χάχανα και τα γέλια, αλλά ο τρόπος τού ν’ ακροβατείς και να κινείσαι ελεύθερα, όντας μέσα σ’ ένα αποπνικτικό περιβάλλον. Ο έρως, τα καθημερινά ζητήματα, η άνωθεν βία, η κάτωθεν βλακεία, και, από ’κει και πέρα, η… αποφορά και η απαξίωση ενός χαύνου ζην και φέρεσθαι, που συμβαίνει, όμως, με τρόπο καλλιτεχνικώς καταφανή. Ο στίχος, λοιπόν, που υπερβαίνει των υπολοίπων, πάντα τη βοηθεία των λιτών ενορχηστρώσεων (εξακολουθώ να νομίζω – σχεδόν όπως και στο προηγούμενο CD της – πως ακούω ένα καλοφτιαγμένο demo), οι μουσικές της, που «αναγκάζονται» να υιοθετήσουν τα ελεύθερα πλαίσια της jazz και των blues και, βεβαίως, οι ερμηνείες, οι οποίες μεταφέρουν τη σιγουριά μιας καλλιτέχνιδας, που μετράει το κάθε τι πριν οπλίσει το λόγο της.
Η Παναγιωτοπούλου έχει δρόμο να διανύσει. Δρόμο δύσβατο και διαλυμένο. Φαίνεται, δε, αποφασισμένη να τον πάει μέχρι τέρμα. Όταν γράφεις τραγούδια σαν τον «ίλιγγο» ή το «ψηφιδωτό», δεν γίνεται αλλιώς.
ΘΕΟΔΟΣΙΑ ΤΣΑΤΣΟΥ/ BABALOU: Α Γαπήσου (Live Alive Productions)
Περίμενα καιρό, χρόνια, ένα γαμάτο άλμπουμ από τη Θεοδοσία Τσάτσου. Το έκανε. Το μαύρο «Α Γαπήσου» είναι σταθμός στην καριέρα της και σταθμός στην πρόσφατη ελληνική δισκογραφία εν γένει. Μένει ν’ αποδειχθεί βεβαίως· μα και να μην αποδειχθεί δε μου καίγεται καρφί. Το έργο θα παραμένει εκεί, στη θέση του, ανέπαφο, να το ανακαλύπτουν στον αιώνα τον άπαντα οι επόμενοι και οι επερχόμενοι. Η Τσάτσου, με όχημα τη μεγάλη της φωνή – δε θα μιλήσω για το performing ή την εμφάνισή της – οπλίζεται μ’ ένα σπάνιο δημιουργικό τσαμπουκά, στην απόπειρά της να κάνει το άλμα. Κάπως σαν «ή τώρα ή ποτέ» αποφασίζει να προκαλέσει με το σύνολο του έργου της, και κυρίως με το σύνολο των (τραγουδοποιητικών) δυνατοτήτων της· τα παίρνει όλα πάνω της. Αυτή η σιγουριά είναι ο καλύτερος σύμβουλος, για να την ανεβάσει στα ύψη. Γράφει όλες τις μουσικές, τους στίχους, ερμηνεύει, ενορχηστρώνει, κάνει παραγωγή, έχοντας δίπλα της μόνο τους καλούς της παίκτες. Και όχι μόνον πράττει όλα αυτά, αλλά, το κυριώτερο, ξεπερνά, αφήνοντας μίλια πίσω, πρόσφορες «γιαλατζί» καταστάσεις· κοινώς τρώμε τη σκόνη της. Blues, jazz, funk, techno, pop, μπαλάντα, παράδοση όλα υποκύπτουν στην αγριεμένη διάθεση της Τσάτσου, η οποία μπροστά στην ήσυχη και άτολμη λίμνη, προσγειώνεται με... διαστημικό λεωφορείο. Είμαι σίγουρος. Κάποιοι θ’ αρχίσουν να κολλάνε. Μπουζούκια, υπερβολές, «εγώ», «κάτι θέλει να πει»... τα συνήθη μισόλογα, όσων αδυνατούν να δουν το όλον. Εμείς, που ακούσαμε στα νιάτα μας Ηδύλη Τσαλίκη και Λένα Πλάτωνος, διαμορφώνοντας «σύμβολα» για τον τρόπο που η γυναικεία φύση αντιπαρέρχεται το εγχώριο... πατριαρχικό τραγούδι, βρισκόμαστε στην αναπάντεχη θέση (μετά χαράς) να τα ξηλώσουμε. Στην κορυφή χωράει μία...
κι ένα τραγούδι
Κ.ΒΗΤΑ "Ο ναυαγοσώστης" (Lyra).
Περισσότερα για την "Ένωση" στο μέλλον.
Καλή χρονιά.

SPIRO lightbox

Spiro. Βρετανικό κουαρτέτο, με ελληνικό όνομα (θα το θέλαμε...), αποτελούμενο από τους Jane Harbour βιολί, βιόλα, Jason Sparkes ακορντεόν, Alex Vann μαντολίνο, Jon Hurt ακουστική κιθάρα, τσέλο, και το οποίο βρίσκει καταφύγιο στη γνωστή μας Real World. Παράξενο; Πιθανώς. Έδωσα, αμέσως, ονόματα και "διευθύνσεις", καθότι αυτά λένε πολλά· αν όχι τα ονόματα, τουλάχιστον οι "διευθύνσεις". Απρόσμενο άκουσμα. Δανειζόμενοι παραδοσιακές μελωδίες, μέσα από κλασικές βιβλιογραφικές πηγές, οι Spiro παρουσιάζουν μία δική τους avant-αδόρικη εκδοχή, που, ως τέτοια, δεν μοιάζει να είναι ούτε rock, ούτε jazz, ούτε folk. Βεβαίως, θα μπορούσε κάποιος να συγκρίνει τη διάθεσή τους για ανατροπή – και μόνον αυτή – με εκείνη συγκροτήματων όπως οι άγνωστοι Comus και κυρίως οι Penguin Cafe Orchestra (είχαν και αυτοί τσέλο και βιολί στο κουαρτέτο τους), αν, οι Spiro, δεν είχαν κάτι άλλο, που να τους διακρίνει, αυτομάτως, από τους άνωθεν συμπατριώτες τους. Μεγεθύνουν και επιμηκύνουν συγκεκριμένα μελωδικά και ρυθμικά patterns, τα οποία και αναπτύσσουν μ’ έναν, απλό, θα λέγαμε μινιμαλιστικό τρόπο. Αν και δεν χρησιμοποιούν ούτε κρουστά, ούτε keyboards (παρ’ εκτός του πληκτρολογίου του ακορντεόν), οι μουσικές των Spiro θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι κινούνται πλησίον κάποιων δογμάτων των Glass και Reich, στοχεύοντας περισσότερο στο «καθαρό» συναίσθημα (“Shaft”, “Pop”) παρά στον συναισθηματικό «υπολογισμό». Περιττό να πω πως το παίξιμο, που είναι απολύτως διακριτό, αντλημένο από φυσικά πρόσωπα, είναι το μεγάλο ατού τού “Lightbox”· κάτι που οδήγησε, προφανώς, τον Peter Gabriel να γράψει κι εκείνα τα περί ψυχής και πάθους στο αυτοκόλλητο του εξωφύλλου.

καλά jazz άλμπουμ από την CAPRI

Ανεξάρτητη jazz ετικέτα με έδρα την Bailey του Colorado, η Capri Records – από το 1983 που ξεκίνησε τη διαδρομή της – έχει κατορθώσει να φτιάξει έναν δυνατό κατάλογο περίπου 90 κυκλοφοριών, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν (λόγω ονόματος) εκείνες των Ray Brown, Red Mitchell, Bud Shank, Louie Bellson, Grachan Moncur III Octet κ.ά. Για τρία από τα πιο πρόσφατα άλμπουμ της λέω, τώρα, λίγα λόγια... Το Joshua Breakstone Trio αποτελείται από τους Joshua Breakstone κιθάρα, Lisle Atkinson μπάσο και Eliot Zigmund ντραμς· τρεις μουσικούς με τεράστια σκηνική και ηχογραφική εμπειρία. Εν τάχει. Ο Breakstone βρίσκεται στη σκηνή 30 χρόνια, ο Atkinson έχει παίξει με Nina Simone, Betty Carter, Stanley Turrentine, Kenny Burrell, ενώ ο Zigmund βρέθηκε δίπλα στον Bill Evans, τον Michel Petrucciani, τον Stan Getz, τον Lee Konitz, τον Benny Golson... Το πράγμα φαίνεται στο πρόσφατο “No One New”, ένα 57λεπτο απέριττο κιθαριστικό jazz άλμπουμ άλλης εποχής. Ο Breakstone είναι κιθαρίστας με άποψη. Οι δακτυλισμοί του είναι κάθετοι, και τα soli του απολύτως καθαρά και διακριτά. Στην τεχνοτροπία θυμίζει το στυλ single-note του Grant Green, έχει όμως το δικό του τρόπο ανάπτυξης των ακόρντων, θέτει σε κίνηση δηλαδή τη δική του φαντασία, προκειμένου να καταγράψει προσωπικό στίγμα. Βεβαίως, το rhythm section στρώνει άριστα το περιβάλλον – αν και δεν παραλείπονται τα soli στο μπάσο ή τα ντραμς –, όμως είναι και οι συνθέσεις του Breakstone, όπως το 8μετρο blues “Blues heretofore” (σαν ένα κλασικό hard-bop), που υποβοηθούν τα επιμέρους. Η μία από τις δύο versions, εκείνη στο “The kicker” του Joe Henderson, μοιάζει με ιδανικό κλείσιμο. Η κιθάρα του Breakstone σε κάνει να ξεχνάς το αστραφτερό τενόρο. Στην περίπτωση του νεαρού, κιθαρίστα επίσης, Graham Dechter και του άλμπουμ “Right On Time” το αποτέλεσμα είναι διαφορετικό. Σ’ αυτό δεν συντείνει μόνον το γεγονός ότι, εδώ, παίρνει μέρος και πιανίστας (το όνομά του Tamir Hendelman – οι άλλοι μουσικοί είναι οι John Clayton μπάσο και Jeff Hamilton ντραμς), όσο, κυρίως, το ότι ο Dechter παίζει με περισσότερο εντυπωσιακό τρόπο, έχοντας ένα αποφασιστικό drive, που, οπωσδήποτε, ταιριάζει στην ηλικία του. Αυτό εξάλλου υποδηλώνει και το track list, εκεί όπου τα περισσότερα κομμάτια (τα 9 στα 10) είναι διασκευές – διασκευές ικανές στο να καταδείξουν ένα επόμενο τζαζ-κιθαριστικό ταλέντο. Ως παίκτης, λοιπόν, κρίνεται ο Dechter και όχι ως δημιουργός. Αν και το να ενορχηστρώνεις με... δημιουργική διάθεση δεν είναι, αναγκαστικώς, λιγότερο σημαντικό. Για παράδειγμα στο “The nearness of you” του Hoagy Carmichael οι νότες του Dechter υπενθυμίζουν την τραγουδοποιητική βάση του κομματιού, ενώ το, προς το τέλος, κλείσιμο με κανόνα (η κιθάρα παίζει την κύρια μελωδία, ενώ το κοντραμπάσο με δοξάρι την ασθενή), επιτείνει την αίσθηση πως ο τραγουδιστής, ή, μάλλον, η τραγουδίστρια... δεν ήταν απούσα από την εγγραφή. Δύο από τους μουσικούς της προηγούμενης ηχογράφησης, ο ντράμερ Jeff Hamilton και ο πιανίστας Tamir Hendelman, είναι μέλη και του Jeff Hamilton Trio (μπάσο χειρίζεται ο Christoph Luty). Ένα σχήμα που υφίσταται από το 2000 και που έχει καταφέρει να ξεχωρίσει, στην πατρίδα του τουλάχιστον, για την ποιότητα της δουλειάς του. Πώς αλλιώς θα εξηγούσατε, εσείς, το γεγονός ότι τις σημειώσεις στο άλμπουμ τους “Symbiosis” δεν τις γράφει κάποιος δημοσιογράφος, αλλά η Diana Krall! Κι εδώ, όπως και στο προηγούμενο CD – παρότι έχουμε να κάνουμε με εγνωσμένης αξίας παίκτες – τα περισσότερα κομμάτια είναι στάνταρντ (Gershwin, Arlen, Hampton, Davis και τα τοιαύτα). Μοιάζει παράλογο; Θα έλεγα πως όχι. Φαίνεται πως έχει άλλο βάρος το να είσαι «καραβάνα», επιμένοντας να παίζεις εκείνα με τα οποία ξεκίνησες, πάνω-κάτω, αλλάζοντάς τους τα φώτα. Και δεν εννοώ τίποτα ασυνάρτητες εκδοχές, που θα έκαναν τα κομμάτια αγνώριστα, αλλά για λεπτολογημένες επεμβάσεις, μέσα στο γράμμα και το πνεύμα των αρχικών συνθέσεων. (Καταπληκτικό το stride πιάνο του Hendelman στο “Symbiosis” του Claus Ogerman – κομμάτι που αποθέωσε στο φερώνυμο LP ο Bill Evans).

Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2009

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΑΙ ΑΥΤΑ…

Δέκα ακόμη… κρίσεις, για δέκα άλμπουμ που κυκλοφόρησαν στο διάστημα τέλος ’08-τέλος ’09. Εντάξει η «αναφορά» είναι σαφής – το “Flood: [coming of a] great quantity of water” των Raining Pleasure... ακόμη και στα χρώματα – όμως αυτό δεν λέει κάτι αναγκαστικώς. Ή, μάλλον, λέει. Πως δεν υπάρχει πια κανένας λόγος να ψάχνεις στην αλλοδαπή, για να εντοπίσεις την... πατρίδα τέτοιων ακουσμάτων, αφού ήδη από την εποχή των Yellow Pages και των Art of Parties, τότε στις αρχές του ’80, η αγγλόφωνη, ελληνική κιθαριστική (ή λιγότερο) pop, έχει να επιδείξει έργο. Έργο σοβαρό, όπως εκείνο που παρέδωσαν οι Jaywalkers, οι Groove Machine, οι Common Sense, οι Kissamatic Lovebubbles, οι Raining Pleasure του “Flood” και τώρα οι νέοι φευγάτοι, “open air”, έλληνες «ποπίστες» An Orange End από την Τρίπολη. Ηχογραφημένο στο Noise Box της Πάτρας, για λογαριασμό της Inner Ear, το “Lego” είναι το νέο ημεδαπό διαμάντι, ένα άλμπουμ φτιαγμένο με την απλούστερη – άρα και δυσκολότερη να επιτύχει – των συνταγών, εκείνη που στηρίζεται στις... πρωτόλειες, «αθώες» συγχορδίες, στη δύναμη των μελωδιών, στην άψογη αρμονική ολοκλήρωση και βεβαίως στο... συμβαλλόμενο παίξιμο· κάπως σαν ο ήχος τού κάθε οργάνου να έρχεται από «πέρα», λίγο πριν να γίνει «ένα» με καταλύτη... την πνοή της φύσης. Δύο κιθάρες, ένα μπάσο κι ένα ντραμ είναι οι An Orange End – κάτι το οποίο ξεγελά. Γιατί το setting σε παραπέμπει αλλού, γιατί ήχοι όπως οι δικοί τους, γενικώς, μοιάζουν πνιγμένοι από την μπόχα του άστεως, γιατί, ίσως, δεν προσέχεις, αμέσως, τις «βοήθειες» (βιολί, βιόλα, τρομπέτα, πιάνο, keyboards, γυναικεία φωνητικά), γιατί δεν έχεις ακόμη ακούσει τις τρεμάμενες ρομάντζες. Ο χρόνος όμως είναι με το μέρος σου. Και δεν είναι λίγος. Πενήντα τρία ολόκληρα λεπτά, δικά σου, για να... αρπάξεις με μιας την ευκαιρία (“Margaret’s question”) ή για πάντα να την «χάσεις» (“Deny the ground”)... Το συγκρότημα Χρώματα προέρχεται από τη Βέροια και απαρτίζεται, βασικά, από την Εύα και τον Φίλη Ιερόπουλο. Η Εύα Ιεροπούλου είναι γνωστή μουσικο-παιδαγωγός, έχοντας κυκλοφορήσει έως ώρας 2 «παιδικά» CD. Ο Φίλης Ιερόπουλος είναι αδελφός της και ασχολείται με την ηλεκτρονική μουσική και τη βιντεο-τέχνη. Οι δυο τους, μαζί με κάποιους εξωτερικούς συνεργάτες που χειρίζονται μπάσο, βιολί, τσέλο, πλήκτρα, ακορντεόν, μαντολίνο και όμποε, είναι υπεύθυνοι για τα «Χρώματα» [Coo], ένα... αφοπλιστικό electro-pop άλμπουμ, ικανό να σε κερδίσει – τι άλλο; – με την απλότητά του. Όλα, εδώ, κινούνται στο επίπεδο του στοιχειώδους. Οι μουσικές συνοδείες, που είναι οι απολύτως απαραίτητες, ίνα μην διαταραχθεί η «φτερό στον άνεμο» κατασκευή, οι ερμηνείες που μοιάζουν αραχνοΰφαντες σαν από ηχητικό παραμύθι, οι στίχοι που θυμίζουν το παιγνιώδες στυλ της Μαριανίνας Κριεζή – δηλαδή όλο το CD σου βγάζει κάτι από «Σαμποτάζ», προς το πιο lo-fi –, το καλλιτεχνικό αμπαλάζ, ίδιο με βιβλιαράκι νηπιαγωγείου. Η Ιεροπούλου, έχοντας ως εφαλτήριο την ίδια της την... παιδική εργασία-ενασχόληση, υπερπηδά με απαράμιλλη άνεση, το σκόπελο του σοβαροφανούς, μετατρέποντας τις... προσχολικές ιδέες της σε τραγούδια για μεγάλους. Μοιάζει, και είναι, πολύ δύσκολο κάτι τέτοιο. Ο κίνδυνος να παρεκκλίνει η γλώσσα σε ακκισμούς ενεδρεύει σε κάθε στροφή, η αγωνία μήπως μετατραπεί το μέλος σε ανάλογο παιγνιδιών με ήχο είναι κοντά, η ερμηνευτική προσποίηση, προκειμένου να ανασυσταθεί το απλό και το αφελές είναι κι αυτή ενδεχόμενη. Όμως, στην πραγματικότητα, τίποτα απ’ αυτά δεν συμβαίνει. Όλα λειτουργούν υπό το κράτος του μέτρου και της σύνεσης. Οι συντελεστές των «χρωμάτων» μπορούν να επαίρονται γιατί προσέγγισαν το απίθανο με όρους πιθανοτήτων. Δεν υπάρχουν πολλά ελληνικά συγκροτήματα που να εμφανίζουν 15ετή ιστορία, έχοντας ηχογραφήσει τέσσερα ολοκληρωμένα άλμπουμ. Οι Fuzzy Nerds από τα Ιωάννινα πιστώνονται κατ’ αρχάς την... μακροημέρευση, αλλά, κυρίως, πιστώνονται την επιμονή τους (όπως μπόρεσα να διαπιστώσω) σ’ έναν κιθαριστικό ήχο, ο οποίος κινείται στα όρια της pop νομιμότητας φλερτάροντας με... ολίγον τι ανατρεπτικές καταστάσεις. Αν κάτι πρέπει να σημειωθεί από την αρχή, για τους γιαννιώτες φίλους μας, τούτο έχει να κάνει, βασικά, με... δύο πράγματα: με τα φωνητικά και τις κιθάρες του Πέτρου Βυζούκη. Για να είμαι φιλαλήθης τους Fuzzy Nerds τους είχα ακούσει μόνο μία φορά στο παρελθόν, από κάποια συλλογή, και δεν θυμάμαι να είχα «μείνει» στα φωνητικά τους· δεν θυμάμαι, δηλαδή, να είχα «μείνει» γενικώς... Το βλέπω λοιπόν ως ευκαιρία το να έρχομαι, τώρα, σ’ επαφή με κάτι δικό τους ολοκληρωμένο – το τέταρτο άλμπουμ τους “Mirror Phase” [TMC Music] – νοιώθοντας, συγχρόνως, πως βρίσκομαι μπροστά σ’ ένα εξαιρετικό συγκρότημα (Μαρία Χολέβα μπάσο, Κώστας Δημητρίου ντραμς), με το ισχυρό του τρίπολο «ρυθμός-μελωδία-αρμονία» να λειτουργεί στην εντέλεια, όσο ελάχιστα άλλα στη χώρα. Η pop – άντε να την πούμε έτσι – των Fuzzy Nerds, στηριγμένη σε μία καταλυτική, συνθετική ροή-διαδοχή, έχει την ικανότητα να σε συνεπαίρνει μέσα από την απλότητα των συγχορδιών της (“May I leave?”), τις θορυβοποιές στρεβλώσεις της, το ρυθμοδυναμικό της πάθος (Μαρία Χολέβα μπάσο, Κώστας Δημητρίου ντραμς), και βεβαίως το mastering του Eroc, την άπιαστη, «αεράτη» παραγωγή της (ο γνωστός – ex-Ride, Puressence, Echobelly, Stereophonics, Raining Pleasure κ.ά. – Clive Martin). Όλα μοιάζει να λειτουργούν στην εντέλεια σ’ αυτό το γκρουπ, που παίρνει τώρα την πιο μεγάλη φόρα... O θαυμασμός των Night On Earth για τις μουσικές του Θανάση Παπακωνσταντίνου – από την εποχή του πρώτου άλμπουμ τους το όνομα του Λαρισαίου φιγουράριζε στις «αναφορές» τους – οδηγεί το αθηναϊκό γκρουπ σε κάτι αρκούντως «παράξενο», το οποίο δεν συνηθίζεται στην ημεδαπή. Στη δημιουργία, εν ολίγοις, ενός tribute άλμπουμ, με την αληθινή και βαθεία σημασία του όρου. Όχι απλώς διασκευές, όχι απλώς επανεκτελέσεις σκοπών και τραγουδιών του Παπακωνσταντίνου, αλλά μια σειρά νέων δημιουργιών που αφορμούνται από το «περιβάλλον του κάμπου», λίγο πριν επεκταθούν προς εντελώς απρόβλεπτες διευθύνσεις. Δηλαδή το ήδη πρωταρχικό απρόβλεπτο αντί να οριοθετηθεί, όπως, ίσως, θα ανέμενε ο κοινός δισκογραφικός νους, προκειμένου να καταστεί σαφέστερη η τραγουδοποιητική περσόνα του τιμωμένου, εκείνο αντεπιτίθεται, στη βάση ενός σπασίματος των ήδη χαλαρών κανόνων, εμβαθύνοντας στο πρώτο σώμα, αντλώντας από ’κει πυρηνικό μεδούλι. Έτσι, το «Δεύτερο Χέρι» [Upstar, Sony BMG Music Entertainment] – ως τίτλος θα μπορούσε ν’ αποδωθεί σε κάποιαν υπερβάλλουσα σεμνότητα, αν όχι σ’ ένα φιλοσοφικό πιστεύω του γκρουπ σχετικό με τη συνθετική... ανακύκλωση – συμπυκνώνει, επί της ουσίας, δύο διαφορετικές εμπνεύσεις. Εκείνη της «πρώτης ύλης», μ’ εκείνη της «πρώτης σκέψης». Αυτή η αποκάλυψη από μεριάς των Night On Earth – η οποία πέραν της αγάπης και του ενδιαφέροντος για το αρχικό έργο, σηματοδοτεί και μία εναλλακτική αντίληψη σε σχέση με ό,τι προσδιορίζει, κατά βάθος, ο όρος «πνευματική ιδιοκτησία» – είναι, επί της ουσίας, ο οδηγός στην διευθέτηση του “Second Hand”· κάτι που δεν το αντιλήφθηκα εξ αρχής. Ξεκίνησα, μάλιστα, την προεργασία μου από λάθος βάση. Έψαξα δηλαδή να βρω – και με τη βοήθεια του booklet, γιατί ορισμένοι τίτλοι ήταν αλλαγμένοι – τα original κομμάτια του Θανάση Παπακωνσταντίνου, αρχίζοντας να τα ξανακούω ένα-ένα. Το έκανα. Διαπίστωσα όμως, μόλις άρχισε να τρέχει το άλμπουμ, πως, μάλλον, σπατάλησα το χρόνο μου. Το CD των Night On Earth είναι μία αυτόφωτη κατασκευή, που δεν έχει ανάγκη τη σύγκριση με τα πρωτότυπα. Διατρέχει μεν τα ακραία κατατόπια της «θετταλικής ηχογραφίας», όμως οι διαδρομές που ακολουθεί δεν είναι ίδιες. Θα έλεγα δε, σκεπτόμενος εκείνα που ξανάκουσα, πως, εδώ, το πράγμα είναι πιο συμπυκνωμένο, υπό την έννοια ότι μεγεθύνονται ή σμικρύνονται συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, απογυμνωμένο ταυτοχρόνως από τα εντόπια εξωτερικά στοιχεία του «παπακωνσταντίνειου» άσματος· που του προσάπτουν, εδώ που τα λέμε, και μία αρχική δημοφιλία. Το ενδιαφέρον μας είναι δεδομένο. Και παρά τις κάποιες απορίες σε σχέση με τη χρήση της φωνής (την παρέμβαση, τη δυναμική της) συνομολογώ με τους Night On Earth πως ο μόνος τρόπος για να διασχύσει κανείς τον... κάμπο είναι, όντως, ντάλα καλοκαίρι, με 45 υπό σκιά. Η αφηγηματικότητα ορισμένων θεμάτων του Γιάννη Βεσλεμέ, άλλως Felizol, έτσι όπως τακτοποιούνται στο άλμπουμ του “Birthdays” [Puzzlemusik] προδίδουν θα λέγαμε τις σινεφίλ αναφορές ή και προθέσεις του. (Όπως διαβάζω στο δελτίο Tύπου ο ίδιος, ανάμεσα σε άλλα ηχογραφικά – π.χ. την παρουσία του στα άλμπουμ των Mary & The Boy –, έχει σκηνοθετήσει 4 φιλμ μικρού μήκους). Ξεκινώντας από ’κει, θα έλεγα πως οι συνθέσεις του Felizol επιζητούν την ψυχική-ψυχολογική συμμετοχή του ακροατή, προκειμένου να καταστεί σαφές πως η «εσωτερική» πηγή των γεγονότων είναι, και θα παραμείνει, η βασική δίοδος επικοινωνίας ανάμεσα στον... πομπό και το δέκτη. Θα μπορούσε κάποιος να «κατηγορήσει» τον Felizol ως ένα νεόκοπο fan της «χαρούμενης κοσμολογίας», του χωροχρονικού zen ενός DJ Krush π.χ. – υπό την έννοια ότι όλα όσα μετέρχεται, όλες οι ηχογόνες πηγές του δηλαδή, φυσικές ή μη, ορίζουν ένα πνευματικό καταφύγιο – αν, εν τω μεταξύ, κάποια μετρίως εξωστρεφή στοιχεία τού “Birthdays” (άκου την άποψή του για το “Kiss” του Prince), και βασικά μίαν αίσθηση παιγνίου (με χιούμορ ή χωρίς) δεν μαρτυρούσαν το σκηνοθετημένο του πράγματος. Όλα είναι φιλμ... Οι Film, και μετά την αποχώρηση της Ελένης Τζαβάρα, παραμένουν ένα από τα πιο ελπιδοφόρα σχήματα της εγχώριας σκηνής. Μάλιστα, με το “Persona” [Inner Ear] τούς βρίσκω ακόμη πιο προχωρημένους, από τη στιγμή που μπόρεσαν να καλύψουν το «κενό» της προηγούμενης τραγουδίστριας με τη νεοφερμένη Ιφιγένεια Atkinson. Στις υπόλοιπες θέσεις ο Κώστας Μπόρσης ντραμς, κρουστά, ο Δημήτρης Μπόρσης μπάσο, φωνή, samples και ο Μανώλης Ζαβιτσάνος κιθάρες, autoharp. Το «προχωρημένο» που ανέφερα πιο πάνω έχει να κάνει με το γεγονός ότι υπάρχει μία μετατόπιση του ήχου του συγκροτήματος προς πιο eighties poppy καταστάσεις – οι περικοκλάδες του grunge στα αζήτητα. Όπερ οι κιθάρες οπισθοχωρούν, με τη θέση τους να καταλαμβάνουν κάποια «ζωγραφικά» στοιχεία. Ολίγα ηλεκτρονικά, τα σαξόφωνα, τα έγχορδα, οι τρομπέτες, τα τρομπόνια και, πάνω απ’ όλα, οι συνθέσεις των Film – οι οποίες προβάλλουν ωραίες μελωδικές κατευθύνσεις –, δημιουργούν το πιο κατάλληλο περιβάλλον για να περάσουν κομμάτια όπως το “Private” ή το “Long coffee break”. Αν, πάντως, θελήσει κάποιος να μιλήσει για τις αισθητικές βάσεις των τραγουδιών του γκρουπ τότε οδηγείται να σκεφθεί εκείνο το είδος τού ολίγον τι σκοτεινού νεο-ρομαντισμού, που διαπέρασε και την ελληνική σκηνή στα χρόνια του ’80. Δεν νομίζω πως το συγκρότημα το αρνείται. Όσον αφορά, τέλος, εκείνο το περί «έντονων επιρροών από τις συνθέσεις του Βαγγέλη Παπαθανασίου και τον αναλογικό ηλεκτρονικό ήχο» που αναφέρεται στο δελτίο Τύπου, δεν είναι και τόσο εύκολα αντιληπτό· ίσως, έτσι, είναι καλύτερα. Προσωπικώς, Vangelis ανακαλύπτω όχι τόσο σε κομμάτια τύπου "Filter" – εκεί περισσότερο προς Jean Michel Jarre οδεύω – όσο στο πόσο «μπροστά» είναι τοποθετημένα και ακούγονται τα ντραμς. (Είναι γνωστόν πως όταν ο Παπαθανασίου καθόταν πίσω από τα τύμπανα, ή όταν τα χρησιμοποιούσε τέλος πάντως, τους έδινε να καταλάβουν). Μετατοπίζομαι, για τη συνέχεια, στο neo-folk περιβάλλον, εξετάζοντας μία ακόμη... θρησκευτική έκδοση της αθηναϊκής Triple Bath (υπερ-προσεγμένο CD-R, 128 αντιτύπων). Οι Burgundy Grapes που δεν είναι καινούριο γκρουπ, ούτε τώρα πρωτοηχογραφούν είναι τρεις. Ο Γιώργος Κολύβας κιθάρες (κλασική, slide, ηλεκτρική, ρυθμική), ο Αλέξανδρος Μιαούλης ηλεκτρική, κλασική, slide, φυσαρμόνικα, κρουστά και ο Γιώργος Τσιατσούλης ακορντεόν. Το mini δισκάκι τους “Lagero”, που διαρκεί 17:33, περιλαμβάνει πέντε ορχηστρικά κομμάτια, άπαντα ενδεικτικά του λιτού, λυρικού, cine, αλλά και ενίοτε πένθιμου κλίματος που, προφανώς, τους ενδιαφέρει να δημιουργούν. Η βάση, και εδώ, είναι η folk, είτε στη μεσογειακή φωτεινή εκδοχή της, είτε στη σκοτεινή αγγλοσαξωνική, είτε στην «ερημική» αμερικανική, με τις κιθάρες, και τους κατά περίπτωση συνδυασμούς τους, να κυριαρχούν. Οι μουσικές των Burgundy Grapes δεν είναι από ’κείνες που θ’ αποκαλούσα «εξωστρεφείς». Μοιάζει ν’ αποσκοπούν (τρόπος του λέγειν), περισσότερο προς μία φόρτιση συναισθηματική, που βιώνεται κατά μόνας, παρά προς τη δημιουργία ατμόσφαιρας, η οποία δύναται να εξυπηρετεί την επικοινωνία και την επαφή. Περυσινή κυκλοφορία το “Walking Between Worlds” [Misery Poet] του Jay Ohn. Εν ολίγοις, θα έλεγα πως πρόκειται για κλασική περίπτωση άλμπουμ με πολύ καλά και, κυρίως, καλοβαλμένα reggae, dub, rock και pop στοιχεία, το οποίον όμως υποσκάπτεται από τον ανελέητο «κιμπορντισμό». Εξηγούμαι. Αν ο Jay Ohn είχε χρησιμοποιήσει λιγότερα ετοιμασμένα πλήκτρα – αποφεύγοντας την πιο ανέξοδη «εϊτίλα» – τοποθετώντας, ας πούμε, «συμβατικά» όργανα σε ορισμένα soli και κυρίως στις μελωδικές κορυφώσεις (“A fragile child”), τότε το αποτέλεσμα δεν θα ήταν, απλώς, καλύτερο, θα σηματοδοτούσε, ενδεχομένως, κι ένα peak για το χώρο. Τραγούδια όπως το “Wish”, έτσι όπως είναι, θα έκαναν σίγουρη πορεία στις disco του ’80, ενώ, κάπως αλλιώς, θα μπορούσε να συναγωνιστούν και να ξεσκίσουν πλείστες όσες, σύγχρονες, dubstep καρικατούρες. Κάτι φαίνεται να λείπει από τον Jay Ohn. Σίγουρα όχι οι ιδέες, σίγουρα όχι η κιθαριστική επάρκεια, ούτε η ικανότητα εντοπισμού των σωστών συνεργατών (η τραγουδίστρια Νάνσυ Συμεωνίδου ανεβάζει τα κομμάτια). Κάτι άλλο. Αλλά μπορεί και τίποτα. Και στην περίπτωση του ντούο Dilemma (Σωτήρης Τράγκας, Πόπη Δαλαχάνη) οι «υποσχέσεις» είναι ευδιάκριτες. Και αυτό το σχήμα έχει σαφέστατη eighties αφετηρία, και εδώ οι μελωδίες στέκονται πάνω από το μέσον όρο, και εδώ απαιτούνται πιο πολλά, προκειμένου να υπάρξει κάτι που να ξεχωρίζει. Ο Τράγκας έχει, εκείνο που θα λέγαμε «χαρακτηριστική φωνή», η προφορά όμως των αγγλικών του παραείναι ελληνική – απεναντίας πολύ καλύτερες είναι οι ερμηνευτικές επιδόσεις της Δαλαχάνη. Επίσης, το γεγονός ότι υπάρχουν τραγούδια στην αγγλική και την ελληνική δεν θα λέγαμε πως βοηθάει στο ενιαίο του άλμπουμ· φαίνεται δηλαδή πως υπάρχει κι ένας προβληματισμός, όσον αφορά σε πια γλώσσα θα γραφούν τα κομμάτια. Στα καλά στοιχεία του “Pendulum” [Emotion Art/ Cult Road] – πέραν των μελωδιών – θα πρέπει να επισημανθεί το γεγονός πως ό,τι προσφέρουν οι Dilemma είναι «ολοκληρωμένο»· είτε κοιτάζουν ολόισια πίσω, πολύ πίσω (με τις dark, άλλοτε πιο gothic και άλλοτε πιο pop αναφορές), είτε πίσω, λιγότερο πίσω (με τα techno και νεο-τζαζικά στοιχειώδη). Σε κάθε περίπτωση, το πρόβλημα δεν σχετίζεται με τις αναφορές, όσο, κυρίως με την απόφασή(;) τους να μην περιφρουρήσουν ένα πιο συμπυκνωμένο στυλ γραφής και ανάπτυξης. Mad Max είναι ένας, κάποιος που γράφει, μουσικές, στίχους, ενορχηστρώνει, παίζει σύνθια, κιθάρες, τύμπανα, κρουστά, μπάσο και τραγουδο-απαγγέλει. Υπάρχουν και ορισμένοι ακόμη που βοηθούν, όπως ο Παύλος Παυλίδης, όμως τα περισσότερα οφείλονται στον... Τρελό Γεράσιμο. Βασικά, εδώ υπάρχουν λόγια, στίχοι. Στίχοι που... κάνουν πλάκα, ειρωνεύονται, καγχάζουν, προσποιούνται, παίζουν, τρεμοπαίζουν, εμφανίζονται κι εξαφανίζονται... κάπως σαν τη σειρήνα ενός ασθενοφόρου, που το ακούς απ’ το παραθυρό σου, καθώς τρέχει γύρω-γύρω στο τετράγωνο. Το όλον κλίμα φέρνει στη μνήμη κάτι από τον Γιώργο Μακρή και τους Zoolixo Λίγο (τι απέγιναν αυτοί; – τον κατάπιε, τελικώς, η ζωγραφική τον Μακρή;), αν και στην περίπτωση του “Mad Max” [Archangel Music] δεν είναι το σούρεαλ πνεύμα που πρωταγωνιστεί, όσο, κυρίως, μία πιο street, χειροπιαστή εκδοχή του. Εντάξει με τα λόγια. Από μουσικής πλευράς, όμως, παραχτυπάει το «στοιχειώδες».

Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2009

ΑΡΛΕΤΑ - ΤΑΝΙΑ ΤΣΑΝΑΚΛΙΔΟΥ

Οφείλουμε να καλωσορίσουμε, στο όρυγμα της τραγουδοποιίας, και πάλι την Αρλέτα. Και να της ευχηθούμε, κατ’ αρχάς ως απλοί ακροατές, να πάρει εκ νέου βαθιές ανάσες, καθότι ο χώρος της – ο χώρος του ελληνόφωνου άσματος – περνάει κι αυτός τα δικά του ζόρια, με δεκάδες δίσκους να παράγονται, αλλά με ολίγες μόνο… μονάδες, να ακούγονται· και κυρίως να ξανακούγονται. «Και Πάλι Χαίρετε!» λοιπόν – μετά από 13 χρόνια – και πάλι στα ηχεία μας εκείνη η γνώριμη φωνή, το ίδιο κι απαράλλαχτο ερμηνευτικό προφίλ· τα πρώτα θετικά της υπόθεσης. Όμως, επειδή το καλό και το… ανάποδο βαδίζουν πάντα ομού, μία πρώτη παρατήρηση θα είχε να κάνει με το εξής. Όσα χρόνια και να έχουν μεσολαβήσει από την τελευταία δισκογραφική εμφάνιση της Αρλέτας, τα 25 τραγούδια, ενός διπλού CD, είναι πάρα πολλά. Ένα τέτοιο άλμπουμ δεν στέκεται εύκολα, άνευ κάποιου concept. Είναι δύσκολο δηλαδή – και ιδίως στις μέρες μας, αν και πάντα ήταν – να βρεθούν 25 «ισάξια» άσματα, ώστε να γεμίσουν 92 ηχητικά λεπτά. Πρώτη παρατήρηση, λοιπόν. Με τα μισά τραγούδια το «Και Πάλι Χαίρετε!» [Legend] – χονδρικώς το πρώτο CD – θα ήταν αλλιώς και σίγουρα καλύτερο. Διαφωνώ, δηλαδή, με τις επανεκτελέσεις («Μπαρ το ‘Ναυάγιο’», “Batida de coco” κ.ά.), οι οποίες δεν προσθέτουν κάτι στη σημερινή εικόνα της Αρλέτας (για την τότε, έχει συμφωνήσει η ιστορία), όπως και με τις διασκευές («Κλαις», «Στης πικροδάφνης τον ανθό» κ.ά.). Ξανατονίζω, λοιπόν, το ολιγαρκές και το λακωνικόν του πράγματος. Χρειαζόμαστε, πάντα (και ιδίως σήμερα) σύντομο στο χρόνο (αν μιλάμε για τραγούδια) και, βεβαίως, φθηνό προϊόν. Μένω γι’ αυτό στο CD 1 και λέω. Η Αρλέτα έγραψε μόλις δύο ολοδικά της τραγούδια. Στα υπόλοιπα έχει γράψει είτε τους στίχους, είτε τις μουσικές. Απ’ αυτά τα τραγούδια ορισμένα είναι πολύ καλά («Άγγελος», «Αγαπάω τη βροχή», «Χίλια κομμάτια», «Εγώ δεν έχω φίλους», «Τούτη η εποχή»), αλλά έχουν ενδιαφέρον κυρίως από ενορχηστρωτικής απόψεως (Βασίλης Ρακόπουλος), ενώ το «Εξάρχεια (τέλος εποχής)» το βρίσκω αδιάφορο, για να μην πω κακό, όσον αφορά στους στίχους (Σάννυ Μπαλτζή). Προσωπικώς, δεν διακρίνω τίποτα το ποιητικό στα Εξάρχεια (για μια γειτονιά μιλάμε), αλλά αυτό είναι δικό μου πρόβλημα… Ενοχλούμαι, δε, όχι μόνον απ’ όσους τα επιβουλεύονται (τα Εξάρχεια), αλλά και απ’ όσους τα υπερασπίζονται με τρόπους που εφάπτονται στο χώμα… και στην τσέπη, εκμεταλλευόμενοι συγκυρίες. (Και δεν υποννοώ ούτε την Αρλέτα, εννοείται, ούτε την Μπαλτζή).
Να το επιμερίσω γιατί, αλλιώς, θα χαθούμε. Βρίσκω συμβατή με την ιστορία της, με το «γυναικείο» τραγούδι που διακονεί, σχεδόν μια 30ετία τώρα, την Τάνια Τσανακλίδου· εννοώ στην "Προσωπογραφία" [Lyra]. Αν και φωνητικώς (δεν λέω ερμηνευτικώς) δεν φθάνει στα ύψη των eighties, εντούτοις, αναλογικώς, τη βρίσκω σε φόρμα και με ρεπερτόριο, που, υπό συνθήκας, θα μπορούσε να αναστήσει κάτι από το δίδυμο Κραουνάκης-Νικολακοπούλου. Το νέο δίδυμο, εδώ, έχει όνομα, δηλαδή ονόματα (Χριστοδουλόπουλος-Βραχάλη, Καραμουρατίδης-Ευαγγελάτος) και η αλήθεια είναι, πως, αμφότερα (τα δίδυμα), βάζουν τα δυνατά τους, ώστε τα καινούρια κομμάτια να μην υποσκάψουν το παλαιό songbook της τραγουδίστριας. Το καταφέρνουν, γενικώς. Δύο παρατηρήσεις. Οι «μοντερνισμοί» δεν ταιριάζουν στις ενορχηστρώσεις, ούτε, νομίζω, στο προφίλ της Τσανακλίδου. Ένα πιάνο, μια κιθάρα, θα ήταν αρκετά, για να ενδύσουν τα τραγούδια. Ούτε μπουζούκια, ούτε ροκιές, ούτε εκείνο το δυσβάσταχτο programming… που το ακούς από παντού και αλλάζεις πεζοδρόμιο. Δεύτερον. Το «θηλυκό» τραγούδι, όπως και η αντίστοιχη λογοτεχνία, έχουν οπαδούς στον θήλυ πληθυσμό. Με τον υπόλοιπο, όμως, πληθυσμό τι γίνεται; Το τραγούδι ως κάτι λιγότερο «περιορισμένο», από τη λογοτεχνία φερ’ ειπείν – ένα βιβλίο για να το διαβάσεις πας και το αγοράζεις, ένα τραγούδι το ακούς και δίχως να το αγοράσεις – δεν πρέπει να εξαντλείται σε υποσύνολα, και μάλιστα όταν το concept τους είναι τόσο «ολικό». Έρωτες… όλων των κατηγοριών.
Για το παιδικό τραγούδι λένε κάποιοι (και εν μέρει συμφωνώ): ας το κρίνουν τα παιδιά. Το ίδιο λέω κι εγώ για την «Προσωπογραφία». Ας την κρίνουν (και) οι γυναίκες...

ΕΜΒΟΛΙΑ πάρε κόσμε…

Δεν μου αρέσει να κάνω πλάκα μ’ ένα γεγονός, που μέσα στην (περιορισμένη) επικινδυνότητά του έχει αφήσει πίσω του κάποιους (έστω και έναν) νεκρούς. Άλλο, όμως, αυτό και άλλο ο τεχνητός πανικός που προκλήθηκε κατόπιν αγαστής συμφωνίας των άμεσα εμπλεκομένων… και ενδιαφερομένων. ΠΟΥ, κυβερνήσεις, ΜΜΕ…
Εκατομμύρια, λοιπόν, τα αδιάθετα εμβόλια για τη «γρίπη των χοίρων» σε κάθε γωνιά του κόσμου (έτσι πρέπει να την λέμε, και όχι Η1Ν1 κι άλλες τέτοιες αηδίες, για να θυμόμαστε όχι τα γουρούνια, από τα οποία ξεκίνησε, αλλά όσους από τους κτηνοτρόφους συμπεριφέρονται σαν γουρούνια – στο Μεξικό ή αλλαχού). Ελάχιστοι… τσίμπησαν και ακόμη λιγότεροι τσιμπήθηκαν. Πεταμένα λεφτά, δικά σου και δικά μας, τα οποία, εν ώρα «κρίσης», προσέφεραν αφειδώς οι υπηρεσίες… υγείας, έτσι, για ένα καπρίτσιο· για τινές εξυπηρετήσεις. Εγώ, πάντως, γελάω μόνος μου, καθώς θυμάμαι μία καταπληκτική σεκάνς από μια παλιά ταινία του Βέγγου.
Ο Θανάσης, βοηθός φαρμακοποιού, διανυκτερεύει και… κοιμάται. Του χτυπάει μία κυρία αλαφιασμένη. Ξυπνάει, της ανοίγει, και ακολουθεί, περίπου, ο εξής διάλογος.
- Γρήγορα, γρήγορα, κύριε φαρμακοποιέ, κάντε κάτι, θα το χάσουμε το παλληκάρι. Έχει πέσει μπρούμυτα. Δεν μπορεί να σαλέψει ούτε πόδια, ούτε χέρια. Δεν μπορεί να ανοίξει τα μάτια του…
Παίρνει τη συνταγή ο Βέγγος, την κοιτάζει, αλλά δε βγάζει λέξη. Πηγαίνει τότε πίσω από τον πάγκο, αρχίζοντας να παρασκευάζει ένα σιρόπι, άλλα αντί άλλων, ανακατεύοντας ό,τι βρίσκει μπροστά του, και της το δίνει. Οι τελευταίοι διάλογοι:
- Θα το πιεί όλο κύριε φαρμακοποιέ;
- E, ας πιεί όσο είναι να πιεί, κι αν δε δει καλό με το υπόλοιπο τον τρίβετε…

(αφιερωμένο στους απανταχού επωνύμους, που πρώτοι σήκωσαν μανίκια για να μας παραδειγματίσουν...)

Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2009

ΕΛΕΝΑ ΝΑΘΑΝΑΗΛ ...until the end

Δεν ξέρω τι με οδηγεί, αλλά ορισμένες ταινίες του παλαιού ελληνικού σινεμά τις βλέπω πάντα σαν υπνωτισμένος. Ενώ ξέρω ότι είναι καρικατούρες, κακέκτυπα των, πολύ περισσότερο hip, αντίστοιχων ιταλο-γαλλικών με την Laura Antonelli ή την Edwige Fenech, ενώ βλέπω ότι λειτουργούν με σχήματα και προφάσεις καλλιτεχνίας, αγγίζοντας συχνά τα όρια ενός κάκιστου γούστου, εντούτοις με «εξαναγκάζουν» να στήνομαι κάθε φορά στην οθόνη και να τις χαζεύω. Μία τέτοια είναι η «Αναζήτησις...» του Ερρίκου Ανδρέου. Μου αρέσει να τη βλέπω και να τη ξαναβλέπω στην τηλεόραση (και όχι στο βίντεο, ας πούμε), επειδή νομίζω ότι έτσι συμμετέχω κι εγώ κάπου, ότι μεθώ μαζί με άλλους και πως, όλοι μαζί, σε «ανοικτή» θέαση και ακρόαση (Σπανός γαρ), τα δίνουμε όλα στο... μόνον της ζωής μας το πάρτυ. Ψάχνοντας την Έλενα...
Παρακολουθώντας, για πολλοστή φορά, την «αναζήτηση» δεν γίνεται παρά να σκέφθομαι το προφανές. Η Έλενα Ναθαναήλ μπορεί να ήταν πολλά ενδεχομένως, μα, πάνω απ’ όλα, ήταν οι ρόλοι της. Είναι οι φιγούρες που έβγαλαν στον αφρό τη δική μας εφηβεία στην ασπρόμαυρη TV, όταν, μαθητές ακόμη, πέφταμε από το… μπαλκόνι, στην προσπάθεια να διακρίνουμε το μαρμαρένιο στήθος της στη λίμνη, σ’ εκείνη την απίθανη υποβρύχια λήψη από το «Φόβο» του Κώστα Μανουσάκη. Ή εκείνο το άχραντο σώμα, στη σκηνή του μπάνιου στην «Ντάμα Σπαθί» του Γιώργου Σκαλενάκη· που τέντωνε τις αρτηρίες μας, κάνοντας τους σφυγμούς να σπάνε... Ακόμη και δίπλα στον δικαστικό Δημήτρη Μυράτ στο «Ραντεβού Με Μιαν Άγνωστη» η Έλενα Ναθαναήλ ήταν η αιώνια κερένια κούκλα, μέσα στην οποία φούντωνε διαρκώς η ίδια παγωμένη φλόγα. Υπήρξαν κι άλλα φιλμ, όπως το αγροτικό – ένα είδος ελληνικού sexploitation – «Ο Δραπέτης» του Στέλιου Ζωγραφάκη, με την Έλενα να στέκεται αγέρωχη στο κέντρο ενός τριγώνου (ο Σπύρος Φωκάς, ο σκληροτράχηλος αντίζηλος Τάκης Εμμανουήλ, ο άνδρας της Μάνος Κατράκης). Μα ακόμη κι... Εκείνο Το Καλοκαίρι προσέφερε ορισμένες θαυμάσιες πόζες, ελέω Βασίλη Γεωργιάδη, έχοντας δίπλα της, ιδανικό παρτενέρ, τον Λάκη Κομνηνό και ανάμεσά τους τα euro-breaks του λυκόφωτος του «Γάλλου» Γιάννη Σπανού. Εμφανίστηκε και σε κωμωδίες η Έλενα Ναθαναήλ· κοντά στον Βουτσά, τον Ηλιόπουλο, τον Κωνσταντίνου, απ’ όσο θυμάμαι, αν και πάντα, είχα την αίσθηση πως ήταν «αλλού». Πρέπει να ήταν «αλλού»... αφού έπαιζε μονίμως με μιαν έμφυτη αυτοσυγκράτηση, μετρώντας τα λόγια της, τις «αποστάσεις». Έμοιαζε σαν να αρνιόταν, ώρες-ώρες, ακόμη και τον ίδιον της τον εαυτό. Όχι «τσαλακώνοντάς» τον – η φύση τής είχε παράσχει μία πιεστική αυτογνωσία, που ξεπερνούσε το υποκριτικό πλαφόν –, αλλά πείθοντάς τον πως ήταν κάτι άλλο, πέραν της απαμοιβής των ρόλων της. Ντυμένη ή γυμνή. Μέχρι το τέλος... Και απ’ την αρχή...

Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2009

JAN HAMMER czech jazz hero

Ο πιανίστας Jan Hammer, γεννημένος το 1948 στην Πράγα, έπαιζε στα τζαζ clubs της τσεχοσλοβακικής (ακόμη τότε) πρωτεύουσας, το Reduta ας πούμε, ήδη από τα mid-sixties (πιθανώς και νωρίτερα). Το 1965, μόλις στα 17 του, ηχογραφρεί κιόλας ως μέλος του Junior Trio (με Miroslav Vitous μπάσο και Αlan Vitous ντραμς), συμμετέχοντας στο άλμπουμ “Ceskoslovensky Jazz 1965” [Gamofonovy Klub/ Supraphon, 1966]. Το ίδιο θα λέγαμε και για τον bass guitarist Jiri “George” Mraz, ο οποίος ως μέλος των SHQ του βιμπραφωνίστα Κarel Velebny (στο ίδιο σχήμα και οι Rudolf Dasek, Milan Mader), συμμετείχε και αυτός στην ίδια συλλογή. (To original cover: ο τίτλος του άλμπουμ "Malma Maliny")

Το 1968, μέρες πριν τη σοβιετική εισβολή της 21ης Αυγούστου, ο Hammer, στο δρόμο της εγκατάστασής του προς τις ΗΠΑ, «κόλλησε» για λίγο στο Μόναχο, για να μπει την 30η του ίδιου μήνα (με τον Mraz και τον ολλανδό ντράμερ Cees See) στο Jazzclub Domicile, ίνα ηχογραφήσει το άλμπουμ “Malma Maliny” [πρώτη έκδοσση στην MPS, επανέκδοση, τώρα, στην Promising Music] ως The Jan Hammer Trio. (Στην επανέκδοση το άλμπουμ τιτλοφορείται ως “Maliny Maliny”). Τρεις νεαροί μουσικοί (αν και ο Ολλανδός ήταν στα 34), ερμηνεύουν επτά original συνθέσεις, όλες του Hammer, με τον τσέχο πιανίστα να χειρίζεται όχι μόνο πιάνο, αλλά και όργανο! (Στην επανέκδοση: o τίτλος του άλμπουμ "Maliny Maliny")

Το εισαγωγικό “Make love” είναι ένα τυπικό soul-jazz κομμάτι, με το groovy στοιχείο να είναι πανταχού παρόν. Το “Waltz for Ivonna”, παρότι διαθέτει όργανο, δεν είναι τόσο… soul, όσο… waltz, ενώ στο “Braching” το αρχικό ostinato στο πιάνο, φαίνεται να προδιαγράφει μία κομματάκι απρόβλεπτη «ελεύθερη» εξέλιξη. Στο “Domicile’s last night” το όργανο παίρνει την εκδίκησή του, στο “Maliny Maliny”το γκρουπ προβάρει μία μπαλάντα, πριν επιστρέψει με το top groovy “Goats-song” και πριν κλείσει οριστικά με το “Responsibility”, ένα κομμάτι το οποίο συνοψίζει, θα έλεγα, τη συνολικότερη άποψη του trio, έτσι όπως αυτή προβλήθηκε στα προηγούμενα κομμάτια.

Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2009

PLEXUS – SIGLA deep searching

Στις αρχές του ’70 η Πορτογαλία δεν διέφερε και πολύ από την Ελλάδα. Χούντα, επίπεδο ζωής «άστα να πάνε», φτώχεια και βεβαίως, από την πλευρά της σύγχρονης μουσικής, εκείνης που φλέρταρε με την pop, λίγα αλλά δυνατά ονόματα, που αποδεικνύουν, για άλλη μια φορά, ότι κάτω και από μη ιδανικές συνθήκες μπορεί να υπάρξουν «θαύματα». Και τα δύο συγκροτήματα που παρουσιάζω εδώ, οι Plexus και οι Sigla, προξένησαν αίσθηση μόνο με τα 45άρια τους – μια φόρμα, που ταίριαζε γάντι με τα... βιοτικά στάνταρντ του τόπου, αφού η παραγωγή long plays ήταν πολύ πιο ακριβό χόμπι. Οι Plexus (Symphonic Raga Blues Band) υπήρξαν ένα 5μελές γκρουπ, το οποίο σήμερα είναι «μύθος». Βλέπετε είχαν στις τάξεις του τον Carlos Zingaro στο βιολί («όνομα» της πορτογαλικής improv σκηνής – είναι γνωστές οι συνεργασίες του με τον Σάκη Παπαδημητρίου και τον Φλώρο Φλωρίδη) και τον βιολοντσελίστα Celso de Carvalho, αργότερα στους Banda do Casaco – το καίριο folk-rock σχήμα της χώρας στα 70s και τα 80s. Η χαοτική εισαγωγή στο “Paraiso amanha”, η «Floyd-ική» συνέχεια και το avant «κλείσιμο» οριοθετούν το ψυχεδελικό πλαίσιο της περιόδου – τη συνύπαρξη δηλαδή φαινομενικώς αταίριαστων ηχοχρωμάτων σ’ ένα σώμα. Σε πιο ήπιους, «δωματίου» σχεδόν, τόνους, αλλά με ωραία «πρωτόγονα» εφέ, κυλά το “Uba budo”, ενώ το “Waiting” (σύνθεση του κιθαρίστα Ze Alberto) είναι ένα «ήσυχο» pop-psych gem, που θα μπορούσε να είχε θέση στα πορτουγκέζικα nuggets. Το έσχατο “Plexus I” είναι το... symphonic raga blues, με την ακουστική κιθάρα να «χάνεται» στο μέτρημα, τη στιγμή όπου το φλάουτο, το πιάνο, το βιολί και το βιολοντσέλο χτίζουν μία σεμνή acoustic-kraut βάση... που θα μπορούσε να πάρει «άλλες» διαστάσεις αν υπήρχε χώρος. Στη μουσική διεύθυνση δύο μέλη (o κιμπορντίστας Jose Cid, ο κιθαρίστας Antonio Moniz Pereira) τoυ πιο γνωστού pop-psych γκρουπ της χώρας, των Quarteto 1111.
7” EP, POR. RCA Victor TP - 505, 1970 Οι Sigla κουβαλούσαν την ίδια «τρέλα», αλλά αφετηρία τους ήταν η folk και όχι κατ’ ανάγκην οι Beatles ή οι Moody Blues. Το “Roupa suja” έχει ένα μαγικό πρωτογονισμό, που δείχνει συν τοις άλλοις το δυναμισμό του ακουστικού ήχου (μεταφέρει κάτι από Γιάννη Μαρκόπουλο των sixties). Στο “80% improviso I” – ένα ακόμη raga blues, όπως εκείνα του Davy Graham ή του Sandy Bull – οι Paulo Cid, Ze Alves και Victor Miguel (τα παιδιά της φωτογραφίας), βαδίζουν σε ωραίους «δύσκολους» δρόμους, ενώ στα “Barce bela” και “A espera do paraiso” το αρμονικό φινίρισμα έχει εκείνο το magical feeling της ψυχεδελικής μεσογειακής folk, που αναγνωρίζουμε(;) και στα δικά μας συγκροτήματα της περιόδου (DNA, Morka, Αγάπανθος). Τίποτ’ άλλο… εκτός απ’ τα στοιχεία…
7” EP, POR. RR Discos RREP 0069, 1970

ELSIE BIANCHI TRIO άχρονη euro jazz

Το φετίχ για τους τζαζόφιλους σχήμα του trio και βεβαίως το πολλάκις απαιτητικό, ου μην και συναρπαστικό, για τους ίδιους τους μουσικούς-συμμετέχοντες ευδοκίμησε (και) στην Ευρώπη από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 ήδη. Αυτό είναι κάτι, που δεν ανατρέπει σώνει και καλά την ιστορία της jazz, αλλά που προσδίδει τα πρέποντα εύσημα σε τρεις ελβετούς σπεσιαλίστες, οι οποίοι ένωσαν τις δυνάμεις τους, για κάτι αληθινά ξεχωριστό, εκείνα τα πρώιμα χρόνια. Τα ονόματά τους: Elsie Bianchi πιάνο, Siro Bianchi τενόρο, κλαρινέτο, κοντραμπάσο, Rene Nyffeler φλάουτο. Αν και ηχογραφήσεις δεν υπάρχουν από εκείνη την εποχή – ποιος θα εξέδιδε ένα δίσκο με τέτοιο setting; – εντούτοις το τρίο θα βρει τη δύναμη να συνεχίσει, αναπτύσσοντας τις σχέσεις (η Elsie είχε ήδη παντρευτεί τον Siro, οπότε το πιάνο-μπάσο ήταν εξασφαλισμένο) και παίζοντας διαρκώς σε clubs, festivals και radio studios, τουλάχιστον μέχρι το 1958. Ήταν η χρονιά, που απεδείχθη καθοριστική στην πορεία του γκρουπ, αφού θα βρεθούν (η Elsie και ο Siro) στην Αμερική, παίζοντας συχνότερα μαζί και κάνοντας γνωριμίες με ντόπιους μουσικούς (Bob Cooper, Hampton Hawes, Pete Jolly, Curtis Counce...), συλλέγοντας εμπειρίες. Το 1962 ήταν έτοιμοι πια για ένα μεγαλύτερο άλμα. Ηχογραφούνται «ζωντανά» στο club Atlantis της Βασιλίας και από ’κει προκύπτει ένα πρώτο 10ιντσο LP, που βγήκε όμως σε ελάχιστα αντίτυπα (πριν από κάποια χρόνια πουλήθηκε μία κόπια στο eΒay κοντά στα 1000 ευρώ!). Σε ακόμη λιγότερα αντίτυπα κυκλοφόρησε κι ένα EP με δύο κομμάτια την ίδια εποχή κι έτσι το trio της Elsie Bianchi (ο Siro, πάντα, στο μπάσο και το κλαρινέτο, ο Hans-Joerg Schmidt στα ντραμς και στο 2-tracks ΕΡ o Fritz Staehli στα ντραμς), άρχισε ν’ αποκτά φήμη, που ξέφευγε πλέον των ελβετικών συνόρων. Το άλμπουμ τής Sonorama “Atlantis Blues” (2004) περιέχει αυτές τις πολύ σπάνιες εγγραφές ενός αληθινού euro-jazz trio (πιάνο, μπάσο, ντραμς δηλαδή), δρώντας στα ώτα μας αποκαλυπτικώ τω τρόπω. Υπάρχει ένας μοντερνισμός στην παρουσίαση του ρεπερτορίου, ακόμη και στην περίπτωση που χρησιμοποιείται κλαρίνο, όργανο ταυτισμένο σχεδόν με το trad feeling. Που έγκειται αυτός; Κατ’ αρχήν στη φωνή της Elsie, που θυμίζει το ηχόχρωμα (ως πιο γνωστό) της Nico! Εύπλαστη, αλλά «ξερή» φωνή, σαν να βγαίνει από το βάθος του τούνελ. Έπειτα, στο ακορντεόν της, όργανο συνδεδεμένο με την κεντροευρωπαϊκή παράδοση, που, εδώ, αποκτά τέλειες τζαζικές διαστάσεις. Τρίτον, στην επιλογή του ρεπερτορίου. Ελλείψει άλλου, το τρίο δεν εμποδίζεται να αναμετρηθεί με τα standards των Billie Holiday, Frank Sinatra, Ella Fitzgerald, The Mills Brothers, Bessie Smith, δίνοντας την δική του άποψη στις κλασικές αξίες. Τέταρτον, στο «αίσθημα», το οποίο θα μπορούσε να συγκριθεί με την σημερινή και παντοτινή εστέτ προσέγγιση της ECM!
(Η φωτό είναι από το www.myspace.com/sonoramarecords)

THE ELEMENTS mod στροφές

Κοιτάζω τους Elements στη φωτογραφία του ενθέτου (άλμπουμ στην Acid Jazz) και είναι σαν να βλέπω τους Jam ή έστω τους Chords. Και είναι σαν ν’ ακούω τους Who ή έστω τους Small Faces... Περί τίνος πρόκειται λοιπόν; Μα για ένα καινούριο βρετανικό κουαρτέτο (Andy Bennett κιθάρες, φωνή, Lee Burn ρυθμική κιθάρα, φωνή, Dave Casswell μπάσο, Tim Jaques ντραμς), το οποίο φιλοδοξεί να επαναφέρει στο προσκήνιο τον mod ήχο των μέσων του ’60 (ή εκείνων των τελών του ’70). Φιλοδοξεί; Τρόπος του λέγειν. Στην πράξη οι Elements φαίνεται να το διασκεδάζουν, να τη βρίσκουν για πάρτη τους όπως λέμε, αδιαφορώντας για μόδες, τάσεις ή αναβιώσεις. Τους αρέσει το στακάτο, χορευτικό, σκληρούλι, rock n’ roll. Εκείνο που «σοουλίζει», όχι επικινδύνως, αλλά πάντως με γνώση των δυναμικών του χώρου, που εξακολουθεί να βλέπει στα chorus φωνητικά και τις αρμονίες την... απαλή μαυρότητά του, που συνεχίζει να ποντάρει στη κλιμακούμενη ένταση (καθώς εξελίσσονται οι συνθέσεις), δείχνοντας πως πάντα θα υπάρχει χώρος (στο είδος), ώστε να σκάνε ωραία τραγούδια. Και ναι, το “Don’t stop” ή το “Everything to me” θα μπορούσε ν’ αφορούν σε κάποια ξεχασμένη tape των Action... (Πολύ τους ανεβάζουμε με κάτι τέτοιο, αλλά δεν πειράζει).

Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2009

THE WRONG OBJECT Βέλγοι, όχι Γάλλοι

Οι Βέλγοι The Wrong Οbject επισκέφθηκαν την Αθήνα πέρυσι, παίζοντας τόσο στο πάλαι ποτέ Μικρό Μουσικό Θέατρο στο Κουκάκι, όσο και στο Euro-Jazz στο Γκάζι (28/5/2008). Κατά γενική ομολογία υπήρξαν από τις καλύτερες, αν όχι η καλύτερη παρουσία, εκείνου του πενθημέρου. Ας πούμε λοιπόν από την αρχή πως το τελευταίο τους άλμπουμ “Stories from the Shed” στην αμερικανική Moonjune είναι… ακόμη καλύτερο. Κι αυτό γιατί οι Wrong Object γνωρίζουν, πρώτον, να διαχειρίζονται τον «σιντικό» χρόνο (14 θέματα, 54:32 η διάρκεια), δεύτερον, να κινούνται με άνεση σε όλο το φάσμα ενός ήχου με σχεδόν 40ετή ιστορία, τρίτον, να δημιουργούν «προσωπική εικόνα», συνδέοντας σ’ ένα σώμα στοιχεία και από τους τρεις πυλώνες του ηλεκτρισμένου fusion, τους Softs, τον Miles Davis και τον Frank Zappa. Βοηθούν προς τούτο – τι άλλο; – οι γυμνασμένοι μουσικοί, που είναι «άλλο πράγμα». Τα ονόματά τους: Michel Delville κιθάρα, synth-guitar, ηλεκτρονικά, Fred Delplancq τενόρο, Jean-Paul Estievenart τρομπέτα, φλούγκελχορν, Damien Polard μπάσο, ηλεκτρονικά, Laurent Delchambre ντραμς, κρουστά, samples. Το progressive fusion των Wrong Object δεν γνωρίζει όρια, ούτε «καμώνεται» πως είναι... εντός μόδας. Αναπτύσσεται με μεθόδους που δεν... χάνονται στη μετάφραση, δεν «ψάχνεται» χωρίς να καταλήγει – οι ταλαντούχοι έχουν υπ’ όψιν τους την ιστορία, αλλά εμπιστεύονται το ένστικτό τους για να προχωρήσουν –, ούτε είναι artistic ή αρτηριοσκληρωτικό. Γραμμένο «ζωντανά» στο στούντιο, άνευ overdubs, το “Stories of the Shed” είναι ένα πλήρες, σύγχρονο έργο, με ποικιλία αναφορών, που ξεπερνούν τα (σπουδαία) προφανή, φλερτάροντας ακόμη και με modern classic, chamber, zeuhl ή και ECM ηχοχρώματα (ο Rypdal είναι οπωσδήποτε μια ισχυρή «εικόνα» για τον Delville)· ας μην λησμονούμε εξάλλου τη μεγάλη παράδοση των Βέλγων στο είδος, με συγκροτήματα όπως οι Lagger Blues Machine, οι Cos, οι Aksak Maboul, οι Univers Zero, καθώς και οι πιο πρόσφατοι Aka Moon. Το 7λεπτο “Saturn” είναι το track που θα συνοδεύει το... CV των Wrong Object επ’ άπειρον.
(Δες κάτι, λίγο. Στο δίσκο είναι 10 φορές καλύτερο.
http://www.youtube.com/watch?v=dGOtZkDI4AM)

AMERICAN LAMENTS & SCREAMS...

Η επίσημη επανέκδοση από την ελληνική Anazitisi Records, σε 500 αντίτυπα βινυλίου, του άλμπουμ “One St. Stephen” [Owl, 1975] του κυρίου One St. Stephen (real name Don L. Patterson – απλή συνωνυμία με τον γνωστότερο jazz organist) θα μπορούσε να θεωρηθεί, με άνεση, ως ένα "μικρό" δισκογραφικό γεγονός. Κι αυτό, γιατί έχουμε να κάνουμε μ' ένα LP που περιέχει θαυμάσια μουσική (και τραγούδια) διαλεγμένα μέσα από μία υποτιμημένη rock-period, η οποία όμως άφησε, στην Αμερική, ορισμένα υπερήφανα privates. Βασικά, αναφερόμαστε σε καλλιτέχνες και συγκροτήματα, που είχαν «μεγαλώσει» με τον ήχο των late sixties (psych, folk, avant, electronic, jazz, blues και άλλα τινά), μεταφέροντας πλέον στα seventies το έρμα εκείνων των χρόνων. “Post” λοιπόν, κι επειδή ο ήχος είχε πλέον μετατοπιστεί σε άλλα χωράφια (proto-punk, disco-funk κ.λπ.) και “obscured”, μια και ελάχιστοι, στην ώρα τους, ασχολήθηκαν μ’ αυτά τα άλμπουμ. Προσπεράστε το «σχολικό» εξώφυλλο (στην πραγματικότητα ο καλλιτέχνης είχε παραδώσει άλλο concept, το οποίο αγνοήθηκε) και σταθείτε για λίγο, ή περισσότερο, στις μελωδίες του One St. Stephen, στους ιδιαίτερους στίχους (με αναφορές στον Poe, αλλά και σε πιο σκληρά ανθρώπινα θέματα), και βεβαίως στις ερμηνείες του που άλλοτε προσεγγίζουν το στυλ του Jim Morrison (“November Edgar”), άλλοτε του Ian Anderson (“Old man”) και άλλοτε το οργίλο, αλήτικο ύφος του Simon Stokes (“Richer you get”). Η Anazitisi «γράφει» για ακόμη μία φορά προσφέροντας extra poster, συν ένα 12 σέλιδο LP-size booklet με εικαστικά του καλλιτέχνη, φωτογραφίες, στίχους των τραγουδιών, αλλά και την ιστορία του γραμμένη από τον ίδιον.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ «ΕΝΤΕΧΝΗ» ΜΕΤΑΛΛΟΥΡΓΙΚΗ

Το ελληνικό «μέταλλο» έχει αρχαία... ιστορία. Έχει να επιδείξει δισκογραφικούς άθλους, παγκόσμια «παινέματα» ζηλευτά απ’ όλους, πλήθος πιστών που το ακολουθεί κατά πόδας, ανεξαρτησία, δικτύωση και εναλλακτική ενημέρωση που τρέχουν με χίλια· καταστάσεις, με άλλα λόγια, οι οποίες αποτελούν από καιρό (από τα... γόνιμα χρόνια της κασέτας) παράδειγμα προς μίμηση, για κάθε άλλον «παράλληλο», ή «ασύμβατο» μουσικό κόσμο. Πάνω απ’ όλα, όμως, έχει να επιδείξει συγκροτήματα και μουσικούς με ιδέες, ικανά και ικανούς να προσδοκούν ενθαρρυντικά λόγια απ’ όλους μας. Γιατί όχι; Οι Wheelrunner, σχήμα με δεκαετή παρουσία στη σκηνή, προσέφεραν το “Bloodpaint” [Emotion Art Music] στο τέλος της περασμένης χρονιάς. Πρόκειται για ένα «καθαρό» heavy άλμπουμ, στο οποίο διακρίνει κανείς πολύ περισσότερα προσόντα, παρά μειονεκτήματα. Διαθέτουν, ας πούμε, έναν εξαιρετικό και... νηφάλιο frontman· στον τραγουδιστή, κιθαρίστα και συνθέτη-στιχουργό του γκρουπ Mike Madness αναφερόμαστε. Ο τύπος έχει εξαιρετική φωνή, γράφει απλά λόγια (ενίοτε μακρυά από τις συνήθεις αγκυλώσεις του χώρου), συνθέτει με πάθος, ενώ παίζει και κιθάρα με πάθος, αλλά κυρίως με σύνεση (δεν μας απασχολεί δηλαδή με ανούσια, ουρανομήκη σόλι). Έχει, επίσης, φλέβα μελωδού – τόση και τέτοια, που θα μπορούσε να μετατρέψει, αμέσως, το “A walk through the rain” σε διαχρονική «μεταλλική» μπαλάντα –, την ώρα που διαχειρίζεται με γνώση τη σύγχρονη (κυρίως των 80s) ιστορία του είδους. Μειονεκτήματα; Υπάρχουν, κι έχουν να κάνουν κυρίως με την παραγωγή. Ο ήχος, ας πούμε, «βγαίνει» περισσότερο... underground, δίχως το όλον πράγμα να έχει τέτοιες προθέσεις. Heavy rock με ελληνικό στίχο και μάλιστα με κοινωνικό περιεχόμενο; Ασύνηθες, και σε κάθε περίπτωση, αν αναφερόμαστε στον Van Ripper, ενδιαφέρον· έως πολύ ενδιαφέρον. Με φωνή «καμπάνα» (θυμίζει στις υψηλές ένα τι από Κώστα Τουρνά, αλλά... κατεβαίνει και βαθύτερα) και κυρίως με προσοχή ηχογραφημένη – με ελάχιστη προσπάθεια δε χάνεις σύμφωνο, ακόμη κι όταν συμβαίνει ηχητικός πανζουρλισμός – ο Πέτρος Van Ripper φτιάχνει με το “Black Earth” [Κεκα] ένα έργο «αρχετυπικό» (ναι), όσον αφορά στο πώς μπορεί να συνυπάρξει ο ελληνικός στίχος με την βαρέων βαρών κιθαρωδία. Και όχι μόνον ο στίχος, αλλά και οι ελληνικές αναφορές (ξεκινώντας, ας πούμε, από το ρεμπέτικο του «Μπρίκι», που μεταφέρει έναν «Εν Πλω» αέρα), όπως και η γενικότερη ελληνική... κατάρτιση, είναι πράγματα τα οποία σ’ εξαναγκάζουν να προσέξεις και ουχί να αγνοήσεις τη «Μαύρη Γη». Και να την τσεκάρεις ταυτοχρόνως· παρακολουθώντας πώς θα διαχειριστεί τη... μαυρότητά της στο διάβα του χρόνου.

ΚΩΣΤΑΣ ΠΟΛΙΤΗΣ Αίσα

Η «Αίσα» (από το όνομα μιας ομηρικής θεότητας συνυφασμένης με το περωμένο; – ίσως) του κιθαριστή Κώστα Πολίτη είναι ένα καθαρό fusion άλμπουμ· ως “Fusion Session” [ΕΜΣΕ], μάλιστα, πλασάρεται και στο εξώφυλλο. Μπορεί να δυσπιστείς στην αρχή κοιτάζοντας το βαρύ «μεταλλικό» cover, όμως, ρίχνοντας το δίσκο στη μασίνα, αρχίζεις να ξεκαθαρίζεις εντός σου γιατί το κλασικό, από τα κλασικότερα των fusions, εξακολουθεί να έχει ουκ ολίγους φίλους στην Ελλάδα (και αλλαχού). Ξεκάθαρο. Από τη στιγμή που έχεις μιαν ηλεκτρική κιθάρα στα χέρια σου, και ξεκινάς μ’ αυτήν – δε λέω πως ο Πολίτης τώρα ξεκινάει – η «μέταλλο» θα παίξεις ή jazz-rock. Όλα τα υπόλοιπα θα βρίσκονται ανάμεσα. Βαρείς κιθαρισμοί λοιπόν (ροκάδικοι εννοώ), σε… σκυταλοδρομία με jazzy soli στο σοπράνο (Γιώργος Κρασίδης), τα ντραμς (Νίκος Καπηλίδης), το ηλεκτρικό πιάνο (Γιώργος Θεοδωρόπουλος), το μπάσο (Πέτρος “Dacor” Δραγούμης), αλλά και τις… διπλές κιθάρες (Ανδρέας Γεωργίου). Ξεπερνώντας χαρακτηρισμούς του στυλ «ξεπερασμένο», «παρωχημένο» και άλλα συναφή (που, συνήθως, εκστομίζονται, απ’ όσους υποτιμούν το πάθος), έρχομαι να πω πως το «Αίσα» σκίζει συνθετικώς (είναι μετρημένες στα δάκτυλα του ενός χεριού, οι στιγμές του ελληνικού jazz-rock, και πολύ περισσότερο των άλμπουμ, που μπορεί να συγκριθούν με τη… Μοίρα), σκαρφαλώνοντας με άνεση σε διεθνή υψίπεδα. Το “5/8” ένα θρασύτατο σκληρό κατατροπώνει τους Return To Forever (ok, αν δεν υπήρχαν οι RTF τότε…, άκουσε όμως), την ώρα που το “Med East” με τα φωνητικά της Ντάνυς Αδαμοπούλου χτυπάει αγέρωχα «χαλαρές» funky-scat πόρτες. Δεν ακούω κουβέντα... που λέει ο λόγος. Σπουδαίο "στρογγυλό" άλμπουμ.

BOB DYLAN εκ νέου, για να ξεμπερδεύω… προς ώρας

Προσπαθώ να θυμηθώ πότε πρωτοείδα συλλογές του τύπου “The Roots of…”· πάνε, σίγουρα, 7-8 χρόνια, αλλά μπορεί να είναι και παλαιότερες. Βασικά, πρόκειται για ένα (καλό) εμπορικό κόλπο, να επανανθολογηθούν δηλαδή κλασικές, ξεχασμένες ή λιγότερο ξεχασμένες ηχογραφήσεις, κάτω από ένα καινούριο σκεπτικό. Έτσι, έχουμε τις... ρίζες του Bob Dylan, των Led Zeppelin, του Jimi Hendrix, του Johnny Cash, του Muddy Waters, των Allman Brothers και δεν συμμαζεύεται (από διάφορα labels), οι οποίες – να το πούμε – λίγες φορές κατορθώνουν να κεντρίσουν το πραγματικό ενδιαφέρον. Κι αυτό γιατί τα «ονόματα» που καλύπτουν οι συλλογές είναι τα προφανή· εκείνα τα οποία έχουν περί πολλού οι ίδιοι οι τιμώμενοι, έχοντας διασκευάσει μέσα στα χρόνια το συγκεκριμένο υλικό. Στην περίπτωση του “The Roots of Bob Dylan” η βρετανική Proper κάνει, πάντως, ωραία δουλειά και στον εικαστικό τομέα («μετράει» για τέτοιου τύπου εκδόσεις), αλλά και επί της ουσίας, μαζεύοντας 60 τραγούδια, μοιρασμένα άνα 20 σε τρία CD (plus DVD) θρύλων μουσικών, μαύρων και λευκών, τα οποία ο Dylan διασκεύασε στα δεκάδες επίσημα ή ανεπίσημα άλμπουμ του, ή εν πάση περιπτώσει – λέμε εμείς – αρέσκεται να τα μεταδίδει στα ραδιοφωνικά προγράμματά του (τα οποία τελείωσαν εν τω μεταξύ;). (Frank Hutchison, από το βιβλίο του Tony Russell "Blacks Whites and Blues", November Books/ Studio Vista, London 1970)

Τραγούδια πασίγνωστων δημιουργών (Charley Patton, Jimmie Rodgers, Woody Guthrie, Lead Belly, Hank Williams, Odetta, Johnny Cash, Chuck Berry...), αλλά και λιγότερο γνωστών όπως του σπουδαίου λευκού bluesman των twenties Frank Hutchison ή του countryman Kelly Harrell. Τα κομμάτια δεν ακολουθούν μια σειρά – τουλάχιστον εγώ δεν αντιλήφθηκα κάποια –, αφού «λευκά», «μαύρα», blues, folk, country, bluegrass, rock n’ roll και ό,τι άλλο παρατίθεται, απλώς, ως αυτόνομος «αδάμαντας». Όσον αφορά στο DVD που συνοδεύει την έκδοση, θα έλεγα πως, τούτο, έχει ένα νόημα, αν και θα μπορούσε να μην είναι τόσο... στατικό. Παρακολουθούμε κουβέντες των Joe Boyd, Michael Gray, Sid Griffin και Mike Marqusee, οι οποίοι αναλύουν το ιστορικό κοινωνικο-πολιτικό background της εποχής που ανέθρεψε καλλιτεχνικώς τον Dylan (δεκαετία του ’50, μακαρθισμός κ.λπ.), μιλώντας, γενικώς, για πράγματα που έχουμε ακούσει ή διαβάσει... ή έχουμε υποτιμήσει. Φερ’ ειπείν τη σημασία συγκροτημάτων, όπως οι Greenbriar Boys του John Herald, στην ευρύτερη διαμόρφωση του «ντυλανικού» πλαισίου.
Y.Γ. Καλά Χριστούγεννα. Πάω για φαΐ. Μού'χει μείνει λίγο μπρόκολο από την Τετάρτη... δεν κάνω πλάκα. Επειδή πολύς κόσμος δεν έχει που να πάει κάτι τέτοιες μέρες (ή δε θέλει να πάει...) θ' ανεβάσω διάφορα "ψιλά" μέχρι το βράδυ...

BOB DYLAN All the way down to Patras

Θόρυβος γίνεται πάλι για τον Bob Dylan – αφορμή το χριστουγεννιάτικο CD – τον άνθρωπο που άλλαξε στα sixties την πορεία του rock (για να το περιορίσουμε λίγο...) όχι μόνο στην Αμερική, αλλά παντού στον κόσμο, μέσω των αμέτρητων κλώνων, σοβαρών, ή μη, που εμφανίστηκαν άμα τη εμφανίσει εκείνου. Φθάσαμε να μιλάμε και να γράφουμε για τον Γάλλο Dylan, τον Γερμανό Dylan, τον Βέλγο Dylan, τον Έλληνα Dylan, τον Ιάπωνα Dylan (στη... θρασύτατη χώρα όπου εμφανίστηκε και folk-rock γκρουπ στα early-seventies με το όνομα “Dylan II”!!) κ.ο.κ., συνδέοντας στην ουσία κάθε προσπάθεια να αποδωθεί ένα τραγούδι με μια φωνή και μια κιθάρα, με την ντυλανική «κατάρα». Εκείνο που ξεχωρίζει την καθημερινή «περίπτωση Dylan» από άλλες, παλαιές και ιστορικές, που απολαμβάνουν επίσης μεγάλη σύγχρονη δημοφιλία σε κάθε γωνιά του κόσμου (τηρουμένων των αναλογιών πάντα), είναι το γεγονός ότι ο ίδιος ο Dylan μοιάζει («μοιάζει» λέμε...) να μην έχει ουδεμία σχέση με όλα τούτα. Η «βαρειά βιομηχανία» που έχει στηθεί γύρω από το όνομά του φαίνεται πως πετάει με αυτόματο πιλότο, αφού εκείνος μένει μακρυά από τα φώτα, εξακολουθώντας να μη δίνει (γενικώς) συνεντεύξεις, να μην απασχολεί τον Τύπο με κοσμικές βλακείες, εξακολουθώντας να παραμένει για τους πολλούς (δηλαδή εμάς) στριφνός και ακριβοθώρητος. Τα έχει εξηγήσει και στην αυτοβιογραφία του... Βεβαίως, στο καθαρό μουσικό κομμάτι ο Dylan ίπταται χαμηλά εδώ και πολλά χρόνια, αφού τα άλμπουμ του στέκουν πια μόνο σε επίπεδο ήχου, παραγωγής, άντε και κάποιου στίχου – εκεί δηλαδή όπου ακουμπούν σχεδόν όλοι οι πρώην μεγάλοι, που αδυνατούν να φτιάξουν πια έστω και μισό ρεφρέν που να τραγουδιέται – κάνοντας, απλώς, και όπως μπορεί, εκείνο που έμαθε καλύτερα. Και ο Δομάζος, εξάλλου, δεν έχει ξεχάσει να παίζει μπάλα... Το 1989 υπήρξε μια χρονιά-σταθμός για τους έλληνες fans (και όποιους άλλους) του Bob Dylan. Η γενιά που μεγάλωσε με τα τραγούδια του, ζώντας τα παράλληλα μ’ εκείνον, θα είχε την ευκαιρία να τον δει «ζωντανό» για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Αρχικώς στην Πάτρα, στο Εθνικό Στάδιο (νυν Παμπελοποννησιακό) στις 26 Ιουνίου (ενταγμένη η συναυλία μέσα στο τότε Διεθνές Φεστιβάλ) και δύο ημέρες αργότερα (28 Ιουνίου) στην Αθήνα (στο ένθετο αναφέρεται "AEK Stadium", είχα όμως την εντύπωση πως ήταν στη Λεωφόρο – όποιοι παρευρίσκονταν γνωρίζουν την αλήθεια). Ο Dylan μάς επισκεπτόταν στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής περιοδείας του, ερχόμενος από Ιταλία και Τουρκία, έτοιμος να παρουσιάσει καινούρια θέματα, αλλά και κάποια από τα δεκάδες κλασικά. Αν και βρισκόμουν τότε στην Πάτρα, μία συναυλία του Dylan δεν ήταν στις προτεραιότητές μου. Κάτι ο χώρος – σιχαίνομαι τα live στα στάδια – κάτι ο «μύθος» που δεν λειτουργούσε εντός μου (γεννήθηκα στα sixties, δεν τα έζησα), κάτι οι διαφορετικές επιλογές (18 μέρες αργότερα θα παρακολουθούσα το live ζωής του Hermeto Pascoal στο Ρωμαϊκό Ωδείο)... απείχα. Φίλοι μού μίλησαν, θυμάμαι, για τον τυπικό επαγγελματία Dylan, που δεν απευθύνθηκε ούτε μία φορά στο κοινό, που «έφτυνε» με το δικό του τρόπο. Γνωστό, αλλά αδιάφορο. Αυτός είναι ο Dylan και σε όποιον από ’μας αρέσει. Άλλο είναι το πρόβλημα… Δύο μέρες αργότερα, στην Αθήνα, η έκπληξη θα λεγόταν Van Morrison. Ένα-δυο τραγούδια θα τα έλεγαν μαζί! Και από πλευράς καταγραφών; Tο ιταλικό bootleg “All the way down to Italy” [2CD, Templar TCD 20, 1991] είναι το μόνο που περιέχει άρωμα Ελλάδας· το “Tears of rage” των Dylan και Richard Manuel από το “The Basement Tapes” (Πάτρα) και το “House of gold” του Hank Williams (Αθήνα). Ο ήχος του CD μέτριος, η απόδοση της μπάντας πολύ καλή (το αντιλαμβάνεσαι - ιδίως στο «πατρινό») και βεβαίως, τα τραγούδια μεγάλα.

Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2009

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ…

Αν και αύριο, κανονικά, εορτάζονται γεννητούρια, οι ενταφιασμοί είναι στην ημερησία διάταξη. Αφού χώσαμε τα sixties – πέφτουν ακόμη κάτι πετρούλες –, σειρά έχει τώρα η δεκαετία. Κατ’ αρχάς για ποια δεκαετία μιλάμε; Καταντήσαμε τη δεκαετία σαν τα δελτία των 8, που ξεκινάνε από «παρά», για να μαζέψουν τηλοψίες απ’ το στόμα. Να το πω, λοιπόν, για άλλη μια φορά – και δεν το λέω μόνον εγώ, το λένε και όσοι μάθαν να μετράνε. Η δεκαετία του ’00 τελειώνει του χρόνου, τον Δεκέμβριο του ’10. Θα μπορούσε, δηλαδή, να κάνουν λίγο υπομονή οι στατιστικολόγοι, οι αριθμολόγοι, οι γραμμολόγοι και όσοι άλλοι εξακολουθούν να δίνουν νόημα στη ζωή τους μέσα από ανόητες κατατάξεις. Καμμία απολύτως σημασία δεν έχει το γεγονός ότι ένας δίσκος, μια ταινία, ένα βιβλίο κυκλοφόρησε το 2005, το 1955, ή το 405 π.Χ. Ό,τι ακούει ο καθένας (αν μιλάμε για μουσική) είναι επίκαιρο για τον ίδιον, το σπίτι του, τους φίλους του ενδεχομένως, έχοντας ταυτοχρόνως τη μοναδική αξία της προσωπικής (όταν είναι προσωπική) επιλογής. Τίποτα δεν προσφέρουν οι ανούσιες λίστες ημιμαθών δημοσιογράφων, οι οποίοι κόβουν κάθε Τέχνη σε τεταρτημόρια, πασαλείβοντας τα εκατοστά της. Ασχολείσαι με τη μουσική; - για να μιλήσουμε μόνο γι’ αυτή. Να μας πεις τι άκουσες, τι ανακάλυψες, τι υπερτίμησες και τι υποτίμησες ενδεχομένως – και να μας το λες αυτό όχι στις 31 του Δεκέμβρη, αλλά κάθε μέρα, κάθε βδομάδα και κάθε μήνα. Να σκέφτεσαι και να αξιολογείς με το δικό σου κεφάλι, να αδιαφορείς (καταλαβαίνετε με ποιαν έννοια το λέω) για το pop και για το hip, να εμπιστεύεσαι το γούστο σου (αφού έχεις φροντίσει, πρώτα, να το καλλιεργήσεις και να το αναπτύξεις) και, κυρίως, και πάνω απ’ όλα, να είσαι δίκαιος απέναντι στο έργο Τέχνης – γιατί το έργο Τέχνης, από μόνο του, μεταφέρει ένα κομμάτι της Δημιουργίας (όταν το μεταφέρει), δίχως να συνυφαίνεται με μάνατζερ, μεγαλοπαραγωγούς, θεατρώνηδες και ό,τι άλλο· οι οποίοι όταν δρουν, δρουν «υπό» ή «παρά», αλλά ποτέ «επί». Κανένα συγχωροχάρτι δεν παρέχει το out και το indie και καμμία καταδίκη δεν προδιαγράφει το mainstream. Ακούμε, κρίνουμε και αποφασίζουμε, όπως οι καθηγητές στις Πανελλαδικές – με σκεπασμένα τα στοιχεία του γράφοντος. Αλλιώς, αν αρχίζουμε να απορρίπτουμε, να υποτιμούμε και να φτύνουμε εξ αρχής, βάζοντας άστρα(*) – δεν ακούω εκείνο, δεν μ’ ενδιαφέρει το άλλο –, τότε η, ούτως ή άλλως, χαζομάρα της λίστας μετατρέπεται σε κάτι πολύ χειρότερο. Σε μια προσπάθεια ύπουλης χειραγώγησης της ελεύθερης σκέψης, καλυμμένη συνήθως πίσω από φαιδρούς «εναλλακτικούς» μανδύες. Αν είναι ποτέ δυνατόν να μας πληροφορούν οι λέιζερ-απληροφόρητοι.
Γι’ αυτό συγκινούμαι, ειλικρινά το λέω, όταν βλέπω ανθρώπους (νέους ή γέρους – δεν με απασχολούν οι ηλικίες), που μιλάνε με θάρρος γνώμης (επειδή έχουν θάρρος και κυρίως γνώμη), αποστρέφοντας τον οφθαλμό τους από την εμμετική κανονικότητα (των "μπανάλ" ή των "προχωρημένων"). Εννοώ τον Αλέξανδρο Βούλγαρη (The Boy), ο οποίος λέει στην Athens Voice: «Δεν μου αρέσουν οι γιορτές, οι λίστες και τα επετειακά events. Δεν μου αρέσει να θυμάμαι αυτούς που έφυγαν μόνο τη μέρα του θανάτου τους. Δεν μου αρέσει να σκέφτομαι μουσικά είδη, ταμπελάκια που να μου λένε τι να σκέφτομαι και τι να κάνω.(…) Για μένα τα πάντα ήταν, είναι και θα είναι μια συνεχής προσπάθεια αναζήτησης του εαυτού μας, χωρίς ημερομηνία λήξεως». Εύγε φίλε μου. Πες τα εσύ, γιατί εμένα δε μ’ ακούνε…

Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2009

ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΑΤΑ…

Δεκατέσσερα ελληνικά άλμπουμ, από τα labels του Κώστα Γιαννίκου, που άκουσα τον τελευταίο καιρό και για τα οποία λέω μια γνώμη.Το ότι κάποιος γράφει μόνος του τα τραγούδια του, παίζει κιθάρες, μπάσο, προγραμματίζει, ενορχηστρώνει, κάνοντας ηχοληψία και μίξη δείχνει οπωσδήποτε άνθρωπο του χώρου, που εμπιστεύεται τις δικές του δυνάμεις. Ο Μύρωνας Στρατής έτσι όπως τον... παρατηρώ στο «Τώρα Είναι Αλλιώς» [Impact Music] έχει τη δύναμη να γίνει ο επόμενος pop-rock ήρωας. Καθώς ο Χατζηγιάννης μεγαλώνει... Κλασική περίπτωση «ελληνικού ethnic» – η ταμπέλα δεν αρέσει, αλλά είναι χρήσιμη – ο «Αρμενιστής» [Lyra] του Μιχάλη Νικολούδη έρχεται να συνεχίσει την παράδοση της 15χρονης πια «Αιολίας», του «Χρησμού», του «Μελισσόκηπου» και των υπολοίπων ορχηστρικών, βασικά, σχεδίων του συνθέτη, γύρω από την παρουσίαση και διαχείρηση ενός mediterranean sound ευρύτερης αποδοχής. Μετά από τόσα χρόνια συλλογής και επεξεργασίας θα έλεγα πως το μόνον (και κυριότερο) που λείπει από τον «αρμενιστή» είναι η έκπληξη. Ακόμη και στο δελτίο Τύπου του άλμπουμ «Χιλιόμετρα» [Μικρός Ήρως] διαβάζω πως ο Νίκος Ζουρνής «έχει ενσωματώσει στο δικό του ύφος επιρροές από προσωπικότητες της προηγούμνεης γενιάς». «Θεμιτό», θα πείτε. Μόνο που θα χρειαστεί προσπάθεια, όχι μόνο για ν’ απαλλαγεί ο Ζουρνής από το «φάντασμα» του Μάλαμα, αλλά και για να εδραιώσει εις βάθος την προσωπική του λέξη. Το είπα λίγο πριν. Κάποιος άνθρωπος, που φθάνει στο κατώφλι της δισκογραφίας, έχοντας τη διάθεση να γνέψει προς τους... προγόνους του, διαθέτει ένα κάποιο ταλέντο (ακούω την «Παρτίδα» με τον Μανώλη Λιδάκη). Το ίδιο και ο Ζουρνής. Γράφει μουσικές, στίχους, παίζει κιθάρες... Το ζήτημα είναι ότι πρέπει να επιμείνει και... αναποδογυρίζοντας τα δύο πρώτα να πάει παρακάτω. Είναι γνωστή – και άρα αμέσως αναγνωρίσιμη – η φινέτσα των τραγουδιών της Μελίνας Τανάγρη. Όμως κοιτώντας, δηλαδή ακούγοντας, από κοντά το «Διπλό Κλικ» [Lyra], τη συνεργασία της με Το Δίδυμο, διαπιστώνω, για ακόμη μία φορά (υποννοώ πως κάτι τέτοιο ανιχνευόταν και σε παλαιότερα άλμπουμ της), τη διάθεσή της να είναι, σχεδόν με το ζόρι, «σημερινή». Η Τανάγρη δεν γράφει τα απολύτως εξωστρεφή τραγούδια (εξαιρετικός ο «Δικός μου ξένος»). Ούτε η «γαλλικότητά» της γειτνιάζει με το μπουζούκι και τα «χιπ-χοπάδικα» breaks. Είναι άλλος ο ρυθμός της. Να το πω συγκεκριμένα; O ριμιξαρισμένος «Θανατηφόρος πυρετός» της δεν είναι ούτε καν 38. Ελλείψει καινούριου ρεπερτορίου που να θέλγει οι παλαιοί συνθέτες – εκείνοι δηλαδή που γνωρίζουν επιτυχία ήδη από τα seventies – ξαναπιάνουν το πρότερο (και αγαπημένο) υλικό τους και με τη βοήθεια νεώτερων τραγουδιστών ή συγκροτημάτων επιχειρούν να το μετατρέψουν σε σημερινό. Ο Θάνος Μικρούτσικος είναι ένας απ’ αυτούς. Το «Τους Έχω Βαρεθεί» [Legend] γίνεται σε συνεργασία με τα Υπόγεια Ρεύματα, το σχήμα δηλαδή που φέρει στο τώρα γνωστά τραγούδια του πατρινού συνθέτη από τις δεκαετίες του ’70, του ’80 και του ’90. Να το πω απ’ την αρχή, δίχως περιστροφές. Αν εξαιρέσεις το “Federico Garcia Lorca”, που πλησιάζει περισσότερο απ’ όλα στο πρωτότυπο, τα υπόλοιπα κομμάτια, ως «απόψεις», δεν με βρίσκουν σύμφωνο. Θα με εύρισκαν… αν είχα πάθει αμνησία. Αν μπορούσα να… αφαιρέσω από τη μνήμη μου δηλαδή την Μαρία Δημητριάδη, τον Μεράντζα, ακόμη και τον Μητροπάνο ή τον Νταλάρα. Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Η φωνή του Κλιούμη δεν ανταποκρίνεται στο υλικό· θα υποστήριζα, δε, πως ούτε κατά το ελάχιστον. Οι ενορχηστρώσεις καταπλακώνονται υπό το βάρος των διαφορετικών τραγουδιών, τα οποία δεν ομογενοποιούνται. Για να μη μιλήσω για το πιο σοβαρό απ’ όλα. Πολλά από τα… εξω-αριστερά τραγούδια του Μικρούτσικου (εννοώ εκείνα πριν τον "σταυρό του νότου") που ακούγονται στο CD, «ακυρώνονται» μόνο και μόνο από τη διάθλασή τους στο τώρα. Δεν είναι εύκολο να υποστηρίξει κάποιος, συναισθηματικά, σήμερα, στίχους σαν εκείνους του Βολφ Μπίρμαν, ας πούμε. Το ’75 δεν γίνεται να ξεκουνήσει. Είναι γερά πακτωμένο στο πριν. Πιθανώς να διδάσκει. Αλλά και πάλι… Δάσκαλοι που δίδασκαν και λόγο δεν κρατούσαν… Στον Μπίρμαν αναφέρομαι.
Δες και το http://diskoryxeion.blogspot.com/2009/11/wolf-biermann-sixties.html.Οι Magic De Spell, σχεδόν 30 χρόνια μετά, εξακολουθεί να σου δίνουν την αίσθηση του γκρουπ. Βεβαίως, δεν έχουν καμμία σχέση με το σχήμα που έκανε εκείνο το “Cpt. Blind” το 1985, όμως συνεχίζει να εκπλήσσουν, ναι, με τη δύναμη των τραγουδιών τους (γενικώς, όχι ειδικώς), τα καλοβαλμένα συνήθως λόγια τους, το παίξιμό τους, την παραγωγή του έσχατου «Ok πατέρα...» [Lyra]. Απλοί, κατανοητοί, χωρίς περιστροφές, απλώνουν για ακόμη μια φορά την απείθαρχη πραμάτεια τους... η οποία έχει απ’ όλα. Σκωπτικά άσματα με γούστο επαρκές, υπερθετικώς απρόβλεπτα κομμάτια σαν τα “Dog-god” (η μουσική είναι ηλικίας 27 ετών, από την εποχή του “A Body In A Snare”), «Στη ζώνη του πυρός», «Τα χελιδόνια πενθούν στην αγκαλιά σου», διασκευές με νόημα, όπως η punky έκδοση του «Κυρ-Παντελή» του Πάνου Τζαβέλλα (η ειλικρίνεια της πρώτης «ξερής» εκτέλεσης, συναγωνίζεται με τη δεύτερη πληθωρική, της τόνωσης των μελωδικών «τσιτάτων» και των εφέ). Εντάξει, όχι κάτι συγκλονιστικό, αλλά πολύ συχνά με την προσήκουσα... απώλεια ελέγχου. Την «εύκολη λύση» επιλέγουν οι Stereomatic και σ’ αυτήν τη δεύτερη κατάθεσή τους, που έχει τίτλο “Club Cosmopolitan” [Lyra], διασκευάζοντας «ελαφρά» ελληνικά τραγούδια των Μουζάκη, Πλέσσα, Καπνίση, Οικονόμου, συν ένα-δυο «ξένα», συν τη «Μισιρλού», με τη μέθοδο του sampling και της additional production. Είπαμε, τα «κοσμοπολίτικα sixties» έχουν την αξία τους, και την αισθητική τους βεβαίως, αλλά από ’κει και έως του σημείου να στηρίζεται ολόκληρη παρουσία, καριέρα ή ό,τι άλλο, ενός σημερινού γκρουπ, σ’ εκείνο ακριβώς το υλικό, υπάρχει απόσταση. Αφήνω κατά μέρος το γεγονός ότι οι περισσότερες από τις εκδοχές με βρίσκουν... παντελώς απροετοίμαστο. Οι Stereomatic θα πρέπει να τολμήσουν με δικό τους υλικό, για να δούμε τι πουλιά πιάνουν· αν αγαπούν και τον Nicola Conte, όπως διατείνονται. Για να έχει και νόημα δηλαδή μία ουσιαστική κριτική... Δεν μπορώ να καταλάβω – ή, μάλλον, κάνω πως δεν καταλαβαίνω – ποιος ήταν ο λόγος εκείνος που «ανάγκασε» το Νίκο Ζιώγαλα, να αποποιηθεί το κάπως underground rock παρελθόν του (και δεν εννοώ τα Ανάκαρα στα early seventies, αλλά τους Ερμαφρό στις αρχές του ’80 και κάπως την εποχή του «Τζάμπο»), οικειοποιούμενος τα πιο απλοποιημένα και βεβαίως λαοφιλή ελληνορόκ χαρακτηριστικά. Νομίζω πως αφορμή υπήρξε η επιτυχία τού «Ζεστό αγάπης κύμα» από τη Γλυκερία το 1996(;), αν και οι αιτίες προϋπήρχαν. Εν πάση περιπτώσει. Τα καινούρια του τραγούδια, αν μιλάμε για το άλμπουμ «Πέφτω Ψηλά» [Lyra] δεν φαίνεται να είναι από ’κείνα που θα μείνουν. Είναι «ήπια», «χαλαρά», κομμάτι τυποποιημένα, άνευ κραδασμών και εκπλήξεων. Επίπεδα. Να μην πω τι μου θυμίζουν γιατί θα φανώ κακός – και δεν είναι στις προθέσεις μου. Θέλω μόνο να πω πως συμπαθώ το Νίκο Ζιώγαλα και πως θά’θελα να τον ξαναδώ «θυμωμένο» – αν κι έχει μεγαλώσει πια – ροκά και «ανοιχτομάτη». Τσαμπουκαλεμένο και αυθάδη. Όσον αφορά στο «Πέφτω Ψηλά»; Του πιστώνονται μόνον ολίγες μελωδίες. Τα τραγούδια του Βασίλη Καζούλλη στο «Απ’ Το Λίβερπουλ Στη Σαντορίνη» [7] μπορεί να μην είναι του... μπητλικού ύψους, εμφορούνται όμως από την γειτονική ανάγκη να είναι πλασμένα από τα ίδια πρωτόλεια υλικά. Απλές μελωδίες, κάποιες όντως όμορφες («Της αγάπης τα λουλούδια»), στιχάκια του καθημερινού λόγου (λέξεις που συχνά βαριέσαι να τις ακούς στα άσματα, αλλά... ξαναβαμμένες από τον Καζούλλη τις δέχεσαι), αίολες ερμηνείες που αφήνουν χώρο στο ερασιτεχνικό και το «λάθος». Θετικό είν’ αυτό. Και τα υπόλοιπα. Αλλά έως εκεί. Υπάρχουν ο Μάλαμας και ο Λοΐζος πίσω από τα τραγούδια του Γιάννη Κουρσιούμη, αλλά δεν ενοχλεί. Αφήστε τους να υπάρχουν. Το «Ήρθες Αργά» [Lyra], που σηματοδοτεί το πέταγμα στη δισκογραφία αυτού του νέου μουσικού από τη Θεσσαλονίκη, είναι ένα καθ’ όλα αξιόλογο ντεμπούτο, μία από ’κείνες τις περιπτώσεις στις οποίες αναγνωρίζεις διαμορφωμένα στοιχεία τραγουδοποιητικού σθένους. Ο Κουρσιούμης μετέρχεται λέξεις που νοιώθει το βάρος και τη σημασία τους, τραγουδά με σπάνια άνεση και σιγουριά για πρωτοεμφανιζόμενο, διαθέτει καθαρές συνθετικές και ενορχηστρωτικές ιδέες (αυτός και οι συνεργάτες του), χρησιμοποιώντας λίγα όργανα, με προεξάρχοντα το βιολί και τις κιθάρες και κυρίως, πάνω απ’ όλα, ξέρει, εκμεταλλευόμενος όλα τα προηγούμενα, να πλάθει συγκεκριμένες πικρές ατμόσφαιρες. Αδρές εικόνες, χτισμένες από ανθεκτικά, δικιμασμένα υλικά. Επί παραδείγματι στον «Τιραμόλα» – τίτλος που σε παραπέμπει σε κάτι παιδικό ή σκωπτικό ενδεχομένως – κοινωνείς την «άδικη κατάρα», τη «χαμένη τιμή» του εσωτερικού μετανάστη. Το πλάνο είναι στεγνό. Άνθρωπος αποκαμωμένος, σ’ ένα παγκάκι, μ’ ένα νερό στο χέρι... Ο «επαρχιώτης στην Ομόνοια» – ή όποιος άλλος – για τον οποίον κάποτε είχε γράψει κι ο Σαββόπουλος, εξακολουθεί να μεταλαμβάνει του κοινωνικώς αναίσθητου. Το τραγούδι είναι νέο, αλλά το πρόβλημα το ίδιο, από την εποχή των... Δωριέων. Με βρίσκει σύμφωνο η επανεκτέλεση λαϊκών τραγουδιών των... δευτεραθλητών του είδους, με τον τρόπο τουλάχιστον που το επιχειρεί, δημοσιογραφικώς, ο Κώστας Μπαλαχούτης. Προϋπάρχει η σχετική έρευνα, εντοπίζονται 12-15 άσματα, «κλείνονται» οι νεώτεροι ερμηνευτές και η... ζωή κυλάει. Το «Αφιέρωμα στον Αντώνη Κατινάρη» [Μικρός Ήρως] έχει όλα τα επί μέρους καλά στοιχεία (και στο επίπεδο της ενορχήστρωσης, αλλά και σ’ εκείνο της παραγωγής), προκειμένου να φιλοτεχνηθεί το πορτρέτο ενός «εργάτη» του πάλκου, που άφησε κι αυτός κάποια καλά – ορισμένα δε πολύ καλά – κομμάτια. Πρώτο τη τάξει το «Τι να σου κάνει μια καρδιά» σε στίχους Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου (Μπιθικώτσης, 1966), το οποίο ο Κώστας Μακεδόνας δεν το αναδεικνύει – δύσκολο τραγούδι. Αντιθέτως, το... ακη-πανικό «Η ψευτιά του κόσμου», το οποίο πρωτόπε ο Στράτος Διονυσίου, πάει γάντι στο γιο του Στέλιο. (Το προφανές, αρκετές φορές, είναι και το πρέπον). Σωστή και η επιλογή του Γιάννη Ντουνιά για το «Μπαγλαμάδες και μπουζούκια» (Στράτος, 1973), όπως και του Γιώργου Μαργαρίτη για το «Δώδεκα η ώρα νταν» (Κώστας Κόλλιας, 1978), παρότι το πιο ενδιαφέρον κομμάτι του άλμπουμ είναι η «Άστατη καρδιά», σε ερμηνεία του αδελφού Θοδωρή Κατινάρη. Είναι η λαϊκή επίγευση.Ο Νίκος Γούναρης δεν αντιγράφεται. Ούτε προσεγγίζεται. Ούτε ακολουθείται. (Δύναμαι να εξηγήσω – αλλά δεν είναι της ώρας – γιατί μπορεί, τουλάχιστον, ν’ «ακολουθείται» ο Καζαντζίδης, αλλά όχι και ο Γούναρης). Ο Κώστας Μακεδόνας αποφασίζει να αναμετρηθεί με τον «τραγουδιστή των τραγουδιστών» στο «Γλυκά Μου Μάτια» [Legend] προτείνοντας τι; Το λέω κι αυτό, καθότι αν επέλεγε η παραγωγή ένα «στυλ» τραγουδιών του Γούναρη για... μεθερμηνεία – ας πούμε τα «πονεμένα», ή τα «έξω καρδιά» – θα είχε κι ένα κάποιο νόημα το tribute. Εδώ, συγκεντρώνονται «διαφορετικά» κομμάτια, τα οποία μπορεί, όλα, να δείχνουν την ερμηνευτική γκάμα τού πρώτα διδάξαντα, δεν συμβάλλουν όμως στη δημιουργία ενός... long-play κλίματος. Μπορεί κάποιος να τα βάλει με το «Κάιρο», το «Γύρνα πάλι αγάπη μου», το «Τώρα που σε γνώρισα», το «Πέντε χρόνια περάσανε», το «Πεσ’ μου πώς θα μπορέσω να σε ξεχάσω», το «Γλυκά μου μάτια αγαπημένα», το «Που νά’σαι τώρα αγαπημένη»; Ο Μακεδόνας «περνάει» από τα δύο τελευταία, αφήνοντας τα υπόλοιπα... παραπονεμένα. Να πω «ευτυχώς» ή θα παρεξηγηθώ; Έχω την αίσθηση πως ο Μανώλης Φάμελλος είναι εκείνη η περίπτωση του pop καλλιτέχνη, που θέλει να κάνει το «πολύ μεγάλο», δίχως να το έχει καταφέρει έως τώρα. Νομίζω πως τα τραγούδια του, και στο «Η Στιγμή Που Κρατάει Για Πάντα» [Lyra], είναι γραμμένα υπό αυτό το καθεστώς· της πίεσης, αν και λιγότερο από προηγούμενες φορές. Σαν να θέλουν να… πατήσουν στις μύτες των ποδιών, ώστε να φανούν ψηλότερα. Έχουν χάρη, έχουν ωραίες μελωδίες, ρυθμικώς «κινούνται», στιχουργικώς κοινοτοπούν ενίοτε, με το συνολικό αποτέλεσμα να είναι «καλό»· όχι κάτι πολύ παραπάνω. Μένω λοιπόν σε ό,τι ακούω και όχι στην προβολή του στο επιθυμητό. Και ξεχωρίζω το «Ένα δέντρο», το «Όταν κοιτάζω εσένα», το «Ένα λεπτό», το… «Ζητάτε να σας πω» (εξαιρετική διασκευή του πασίγνωστου τραγουδιού του Αττίκ). Και, ναι. Ο Μανώλης Φάμελλος έκανε, πράγματι, ένα καλό pop άλμπουμ. Το καλύτερό του από χρόνια. Είναι δύσκολο, το ξέρω. Είναι δύσκολο να κάνεις ένα καλό ελληνοπόπ και γι’ αυτό του λέω «εύγε». Στην περίπτωση του Ευριπίδη Ζεμενίδη και του "Νηπιαγωγείο Αργά" [Legend] έχουμε μία θεωρητική, μα και επί του πρακτέου, μουσική επάρκεια, αλλά από ’κει και πέρα μένω, λίγο, επί ξύλου κρεμάμενος. Εννοώ, πως οι σπουδές και οι δισκογραφικές, ή μη, πιένες (διάβασα πως ο Ζεμενίδης έχει συνεργαστεί με Σαββόπουλο, Νταλάρα, Αλεξίου κ.ά.) δεν μεταφράζονται, απαραιτήτως, και σε «τρανταχτή» τραγουδοποιία. Καλά τραγούδια υπάρχουν κι εδώ (πρώτο το «Μη με ρωτάς» με τον Γιώργο Μυλωνά, ωραία αποδίδει το «δρόμο» ο Λεωνίδας Μπαλάφας, άξιο και το "Όσα σου φανέρωσα" με τον Βαγγέλη Ασημάκη), οι ενορχηστρώσεις φανερώνουν άνθρωπο που το’χει ψάξει, όμως χρειάζεται ακόμη περισσότερη δουλειά προκειμένου να συμβεί το παν. Το λέω γιατί διακρίνω ταλέντο. Και κάτι ακόμη. Πότε θα παύσει να συνδυάζονται, στην ημεδαπή, τα reggae ηχοχρώματα με το χαβαλέ και με την πλάκα; Δεν μπορώ να θυμηθώ από πού ξεκίνησε αυτή η αηδία, για να ρίξω τα σχετικά...